μετάλλατος: Difference between revisions
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετάλλᾱτος''': Δωρ. ἀντὶ μετάλλητος, μεμάντευμαι δ’ ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι, «εἰ [[ἐρευνητέον]] τι τούτων καὶ [[φροντιστέον]] ὧν ὁ [[ὄνειρος]] καθ’ ὕπνους ὑπέθετο, τουτέστιν εἰ πρακτέον» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 291. | |lstext='''μετάλλᾱτος''': Δωρ. ἀντὶ μετάλλητος, μεμάντευμαι δ’ ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι, «εἰ [[ἐρευνητέον]] τι τούτων καὶ [[φροντιστέον]] ὧν ὁ [[ὄνειρος]] καθ’ ὕπνους ὑπέθετο, τουτέστιν εἰ πρακτέον» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 291. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />dont on doit se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. for Μετάλλητος,
A to be searched out, Pi.P.4.164.
Greek (Liddell-Scott)
μετάλλᾱτος: Δωρ. ἀντὶ μετάλλητος, μεμάντευμαι δ’ ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι, «εἰ ἐρευνητέον τι τούτων καὶ φροντιστέον ὧν ὁ ὄνειρος καθ’ ὕπνους ὑπέθετο, τουτέστιν εἰ πρακτέον» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 291.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
dont on doit se préoccuper.
Étymologie: μεταλλάω.