κάρτος: Difference between revisions
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρτος''': -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ [[κράτος]] (ὃ ἴδε), [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], [[ῥώμη]], κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· [[κάρτος]] τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται [[κράτος]], κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν. | |lstext='''κάρτος''': -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ [[κράτος]] (ὃ ἴδε), [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], [[ῥώμη]], κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· [[κάρτος]] τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται [[κράτος]], κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>épq. et ion. c.</i> [[κράτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό, Ep. and Dor. for κράτος (for which it is v.l. in Hdt.8.2),
A strength, vigour, κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ Il.17.322; κάρτος τε βίη τε Od.6.197; violence, force, κάρτεϊ νικήσας πατέρα Hes.Th. 73; κάρτεϊ, = βίᾳ, Leg.Gort.2.3, al.
German (Pape)
[Seite 1331] τό, ep. = κράτος, Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ σθένος 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 v. l.
Greek (Liddell-Scott)
κάρτος: -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ κράτος (ὃ ἴδε), ἰσχύς, δύναμις, ῥώμη, κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· κάρτος τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται κράτος, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
épq. et ion. c. κράτος.