ἱπποφαές: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_6) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱπποφᾰές''': έος, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ, Euphorbia spinosa (Sprengel), δι’ οὗ οἱ ἀρχαῖοι ἔκναπτον τὰ ἱμάτια, Ἀσκληπ. παρὰ Γαλην. 2. σ. 42, Διοσκ. 4. 159 (162) κτλ. - Παρ’ Ἱππ. εὑρίσκομεν γεν. ἱπποφαέως, 539. 18., 546. 5 καὶ 47, κτλ.· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ἱππόφεω, ἐκ τοῦ ἱππόφεως, ὁ, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 2, καὶ Γαλην. Τὸ φυτὸν ἱππόφαιστον, τό, ἦτο [[ἴσως]] [[ἄλλο]] [[εἶδος]], Διοσκ. 4. 163, Πλίν. 27. 66, πρβλ. Ruf. σ. 26 Matth. - Ὡσαύτως ἐκαλεῖτο ἱπποφανὲς καὶ ἱπποφυὲς καὶ ἐχίνιον Διοσκ. (Νόθ). 159 (162). | |lstext='''ἱπποφᾰές''': έος, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ, Euphorbia spinosa (Sprengel), δι’ οὗ οἱ ἀρχαῖοι ἔκναπτον τὰ ἱμάτια, Ἀσκληπ. παρὰ Γαλην. 2. σ. 42, Διοσκ. 4. 159 (162) κτλ. - Παρ’ Ἱππ. εὑρίσκομεν γεν. ἱπποφαέως, 539. 18., 546. 5 καὶ 47, κτλ.· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ἱππόφεω, ἐκ τοῦ ἱππόφεως, ὁ, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 2, καὶ Γαλην. Τὸ φυτὸν ἱππόφαιστον, τό, ἦτο [[ἴσως]] [[ἄλλο]] [[εἶδος]], Διοσκ. 4. 163, Πλίν. 27. 66, πρβλ. Ruf. σ. 26 Matth. - Ὡσαύτως ἐκαλεῖτο ἱπποφανὲς καὶ ἱπποφυὲς καὶ ἐχίνιον Διοσκ. (Νόθ). 159 (162). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἱπποφαές]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων [[φυτών]] της οικογένειας [[ελαιαγνίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] ευφόρβιον το ακανθόθαμνον<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ιππόφαιστον]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] φαρμάκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαές</i>, ουδ. του -<i>φαής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>φῶς</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
έος, τό, a kind of
A spurge, Euphorbia spinosa, used for carding cloth, Asclep. ap. Gal.Nat.Fac.1.13, Dsc.4.159 (also ἱππόφαος ibid., ἱπποφανής Ps.-Dsc.ibid.). 2 = sq., Ps.-Dsc.4.160; = ἱππόφεως, Gal.19.106; as a drug, Thphr.HP9.15.6.
German (Pape)
[Seite 1261] τό, eine Pflanze, Diosc., auch ἱππόφαιστον, Theophr., u. ἱππόφεως, ω, ὁ, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποφᾰές: έος, τό, εἶδος φυτοῦ, Euphorbia spinosa (Sprengel), δι’ οὗ οἱ ἀρχαῖοι ἔκναπτον τὰ ἱμάτια, Ἀσκληπ. παρὰ Γαλην. 2. σ. 42, Διοσκ. 4. 159 (162) κτλ. - Παρ’ Ἱππ. εὑρίσκομεν γεν. ἱπποφαέως, 539. 18., 546. 5 καὶ 47, κτλ.· ἀλλ’ ἐνίοτε μετὰ διαφ. γραφ. ἱππόφεω, ἐκ τοῦ ἱππόφεως, ὁ, ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 5, 2, καὶ Γαλην. Τὸ φυτὸν ἱππόφαιστον, τό, ἦτο ἴσως ἄλλο εἶδος, Διοσκ. 4. 163, Πλίν. 27. 66, πρβλ. Ruf. σ. 26 Matth. - Ὡσαύτως ἐκαλεῖτο ἱπποφανὲς καὶ ἱπποφυὲς καὶ ἐχίνιον Διοσκ. (Νόθ). 159 (162).
Greek Monolingual
το (Α ἱπποφαές)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων φυτών της οικογένειας ελαιαγνίδες
αρχ.
1. το φυτό ευφόρβιον το ακανθόθαμνον
2. το φυτό ιππόφαιστον
3. είδος φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -φαές, ουδ. του -φαής < φάος, φῶς].