ήρης: Difference between revisions
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
(6_6) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ήρης''': ἐπίθετ. [[κατάληξις]]. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς [[φρενήρης]], ἐρίηρες, [[θυμαρής]]. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ ([[ἐρέσσω]]), ὡς ἀμφ-[[ήρης]], ἁλι-[[ήρης]]· -τρι-[[ήρης]], τετρήρης, κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. [[διήρης]], Gr. Et. ἀρ. 492. | |lstext='''ήρης''': ἐπίθετ. [[κατάληξις]]. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς [[φρενήρης]], ἐρίηρες, [[θυμαρής]]. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ ([[ἐρέσσω]]), ὡς ἀμφ-[[ήρης]], ἁλι-[[ήρης]]· -τρι-[[ήρης]], τετρήρης, κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. [[διήρης]], Gr. Et. ἀρ. 492. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ήρης:''' [[κατάληξη]] επιθέτων.<br /><b class="num">1.</b> από το <i>ἀραρ-εῖν</i>, <i>ἀραρ-[[ίσκω]]</i>, όπως το [[ἐρι-]][[ήρης]], <i>θυμ-ᾱρής</i>.<br /><b class="num">2.</b> από το <i>ἐρ-έσσω</i>, όπως το ἀμφ-[[ήρης]], ἁλι-[[ήρης]], [[τρι-]][[ήρης]], κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
an Adj. termin., 1 from ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, as in θυμαρής, φρενήρης, χαλκήρης, εὐήρης. 2 from ἐρε- (ἐρέ-της), as in ἀμφήρης, ἁλιήρης, τριήρης, etc. 3 prob. from (ϝ) ηρ- (cf. ἦρα B) in pr.n. Περιήρης, Διώρης (fr. Διοήρης).
Greek (Liddell-Scott)
ήρης: ἐπίθετ. κατάληξις. 1) ἐκ τῆς √ΑΡ (ἀραρεῖν, ἀραρίσκω) ὡς φρενήρης, ἐρίηρες, θυμαρής. 2) ἐκ τῆς √ΕΡ (ἐρέσσω), ὡς ἀμφ-ήρης, ἁλι-ήρης· -τρι-ήρης, τετρήρης, κτλ., κοινῶς ἀναφέρονται εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν, ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὰς λέξεις ταύτας ὡς ἀνήκουσας εἰς την √ΑΡ, πρβλ. διήρης, Gr. Et. ἀρ. 492.
Greek Monotonic
ήρης: κατάληξη επιθέτων.
1. από το ἀραρ-εῖν, ἀραρ-ίσκω, όπως το ἐρι-ήρης, θυμ-ᾱρής.
2. από το ἐρ-έσσω, όπως το ἀμφ-ήρης, ἁλι-ήρης, τρι-ήρης, κ.λπ.