κουρίξ: Difference between revisions
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουρίξ''': Ἐπίρρ. (κουρὰ) ἐκ τῆς [[κόμης]], «κουρὶξ τῶν [[ἅπαξ]] εἰρημένων..., σημαίνει δὲ τὸ τῆς [[κόμης]] λαβέσθαι, [[ἔνιοι]] δέ, κουρικῶς, οἶον νεανικῶς» (Ἀπολλ. Λεξ.)˙ ἔρυσαν δέ μιν [[εἴσω]] κουρὶξ Ὀδ. Χ. 188˙ κ. ἕλκεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 18. | |lstext='''κουρίξ''': Ἐπίρρ. (κουρὰ) ἐκ τῆς [[κόμης]], «κουρὶξ τῶν [[ἅπαξ]] εἰρημένων..., σημαίνει δὲ τὸ τῆς [[κόμης]] λαβέσθαι, [[ἔνιοι]] δέ, κουρικῶς, οἶον νεανικῶς» (Ἀπολλ. Λεξ.)˙ ἔρυσαν δέ μιν [[εἴσω]] κουρὶξ Ὀδ. Χ. 188˙ κ. ἕλκεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />par les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[κουρά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:21, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., (κουρά)
A by the hair, ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ Od.22.188; κ. ἑλκομένη A.R.4.18.
Greek (Liddell-Scott)
κουρίξ: Ἐπίρρ. (κουρὰ) ἐκ τῆς κόμης, «κουρὶξ τῶν ἅπαξ εἰρημένων..., σημαίνει δὲ τὸ τῆς κόμης λαβέσθαι, ἔνιοι δέ, κουρικῶς, οἶον νεανικῶς» (Ἀπολλ. Λεξ.)˙ ἔρυσαν δέ μιν εἴσω κουρὶξ Ὀδ. Χ. 188˙ κ. ἕλκεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 18.
French (Bailly abrégé)
adv.
par les cheveux.
Étymologie: κουρά.