κατεπιορκέω: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεπιορκέω''': ἐπιορκῶ ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1, πρβλ. Walz Ρήτ. 1. 348, 365. ΙΙ. Μέσ., δι’ ἐπιορκίας κατορθώνω, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ [[πρᾶγμα]] Δημ. 1269. 24.
|lstext='''κατεπιορκέω''': ἐπιορκῶ ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1, πρβλ. Walz Ρήτ. 1. 348, 365. ΙΙ. Μέσ., δι’ ἐπιορκίας κατορθώνω, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ [[πρᾶγμα]] Δημ. 1269. 24.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />prendre à témoin par un parjure, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατεπιορκέομαι-οῦμαι venir à bout de qch par un parjure.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐπιορκέω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπιορκέω Medium diacritics: κατεπιορκέω Low diacritics: κατεπιορκέω Capitals: ΚΑΤΕΠΙΟΡΚΕΩ
Transliteration A: katepiorkéō Transliteration B: katepiorkeō Transliteration C: katepiorkeo Beta Code: katepiorke/w

English (LSJ)

   A commit perjury against, τῶν θεῶν Nicol.Prog.in Rh.1.348, 365 W.    II Med., effect by perjury, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ πρᾶγμα D.54.40.

German (Pape)

[Seite 1396] einen Meineid schwören, τῶν θεῶν, Sp.; – οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ πρᾶγμα, um nicht durch einen Meineid die Sache durchzusetzen, Dem. 54, 40.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπιορκέω: ἐπιορκῶ ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1, πρβλ. Walz Ρήτ. 1. 348, 365. ΙΙ. Μέσ., δι’ ἐπιορκίας κατορθώνω, οὐ κατεπιορκησόμενος τὸ πρᾶγμα Δημ. 1269. 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
prendre à témoin par un parjure, gén.;
Moy. κατεπιορκέομαι-οῦμαι venir à bout de qch par un parjure.
Étymologie: κατά, ἐπιορκέω.