Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύναμα: Difference between revisions

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύναμᾰ''': Ἐπίρρ. ἀντὶ σὺν ἅμα, [[ὁμοῦ]] συγχρόνως, Ἀνθ. Π. 7. 9· [[ἔνθα]] φέρεται σὺν ἅμ’), Λουκ. Ἁλ. 51, Δὶς Κατηγ. 11, κτλ.· τινι, μετά τινος, Θεόκρ. 25. 126· σ. τοῖς φύλλοις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 1· [[συχνάκις]] ἐν τμήσει, σὺν δ’ ἅμα Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 217, 795· οὕτω παρ’ Εὐρ. Μηδ. 1143, σὺν τέκνοις ἅμ’ [[ἑσπόμην]], ― [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ πρῶτον [[ἴχνος]] τῆς συνθέσεως τῶν δύο μορίων εἰς μίαν λέξιν. ― Ὁ [[τύπος]] συνάμα [[εἶναι]] [[πλημμελής]], ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 889.
|lstext='''σύναμᾰ''': Ἐπίρρ. ἀντὶ σὺν ἅμα, [[ὁμοῦ]] συγχρόνως, Ἀνθ. Π. 7. 9· [[ἔνθα]] φέρεται σὺν ἅμ’), Λουκ. Ἁλ. 51, Δὶς Κατηγ. 11, κτλ.· τινι, μετά τινος, Θεόκρ. 25. 126· σ. τοῖς φύλλοις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 1· [[συχνάκις]] ἐν τμήσει, σὺν δ’ ἅμα Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 217, 795· οὕτω παρ’ Εὐρ. Μηδ. 1143, σὺν τέκνοις ἅμ’ [[ἑσπόμην]], ― [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ πρῶτον [[ἴχνος]] τῆς συνθέσεως τῶν δύο μορίων εἰς μίαν λέξιν. ― Ὁ [[τύπος]] συνάμα [[εἶναι]] [[πλημμελής]], ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 889.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en même temps avec, τινι ; <i>abs.</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅμα]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 999] adv. statt σὺν ἅμα, zusammen, Sp., S. Emp. adv. eth. 159 Luc. Tim. 23 Theocr. 25, 126.

Greek (Liddell-Scott)

σύναμᾰ: Ἐπίρρ. ἀντὶ σὺν ἅμα, ὁμοῦ συγχρόνως, Ἀνθ. Π. 7. 9· ἔνθα φέρεται σὺν ἅμ’), Λουκ. Ἁλ. 51, Δὶς Κατηγ. 11, κτλ.· τινι, μετά τινος, Θεόκρ. 25. 126· σ. τοῖς φύλλοις Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 1· συχνάκις ἐν τμήσει, σὺν δ’ ἅμα Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 217, 795· οὕτω παρ’ Εὐρ. Μηδ. 1143, σὺν τέκνοις ἅμ’ ἑσπόμην, ― ὅπερ εἶναι τὸ πρῶτον ἴχνος τῆς συνθέσεως τῶν δύο μορίων εἰς μίαν λέξιν. ― Ὁ τύπος συνάμα εἶναι πλημμελής, ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 889.

French (Bailly abrégé)

adv.
en même temps avec, τινι ; abs. ensemble.
Étymologie: σύν, ἅμα.