δυσπαλής: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπᾰλής''': -ές, [[δυσπάλαιστος]], [[δίνη]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 559· [[δύσκολος]], μετ’ ἀπαρ., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Πίνδ. Ο. 8. 33, πρβλ. Π. 4. 448. 2) [[κινδυνώδης]], [[βλαβερός]], ῥίζαι Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 52.
|lstext='''δυσπᾰλής''': -ές, [[δυσπάλαιστος]], [[δίνη]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 559· [[δύσκολος]], μετ’ ἀπαρ., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Πίνδ. Ο. 8. 33, πρβλ. Π. 4. 448. 2) [[κινδυνώδης]], [[βλαβερός]], ῥίζαι Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 52.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />irrésistible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πάλη]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπᾰλής Medium diacritics: δυσπαλής Low diacritics: δυσπαλής Capitals: ΔΥΣΠΑΛΗΣ
Transliteration A: dyspalḗs Transliteration B: dyspalēs Transliteration C: dyspalis Beta Code: duspalh/s

English (LSJ)

ές,

   A hard to wrestle with, δίνα Id.Eu.559 (lyr.); difficult, c. inf., διακρίνειν . . δυσπαλές [ἐστι] Pi.O.8.25, cf.P.4.273, Cerc.Fr.Oxy.26.    2 dangerous, noxious, ῥίζαι A.R.4.52.    3 stubborn, Nicom.Harm. 3.

German (Pape)

[Seite 686] ές, wogegen schwer zu ringen ist; δίνη Aesch. Eum. 509; übh. = schwierig, δυσπαλές ἐστι, c. inf., Pind. Ol. 8 25 P. 4, 273; ῥίζαι, wogegen man sich schwer schützen kann, Ap. Rh. 4, 52.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπᾰλής: -ές, δυσπάλαιστος, δίνη Αἰσχύλ. Εὐμ. 559· δύσκολος, μετ’ ἀπαρ., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Πίνδ. Ο. 8. 33, πρβλ. Π. 4. 448. 2) κινδυνώδης, βλαβερός, ῥίζαι Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 52.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
irrésistible.
Étymologie: δυσ-, πάλη.