πολυαχθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυαχθής''': -ές, [[λίαν]] [[βαρύς]], [[ὀλέθριος]], [[λιμός]] Κόϊντ Σμ., 10. 38.
|lstext='''πολυαχθής''': -ές, [[λίαν]] [[βαρύς]], [[ὀλέθριος]], [[λιμός]] Κόϊντ Σμ., 10. 38.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[επαχθής]], [[καταθλιπτικός]], [[ολέθριος]] («[[πολυαχθής]] [[λιμός]]», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αχθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄχθομαι]] «έχω [[βάρος]], στενοχωριέμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>βαρυ</i>-<i>αχθής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαχθής Medium diacritics: πολυαχθής Low diacritics: πολυαχθής Capitals: ΠΟΛΥΑΧΘΗΣ
Transliteration A: polyachthḗs Transliteration B: polyachthēs Transliteration C: polyachthis Beta Code: poluaxqh/s

English (LSJ)

ές,

   A very grievous, Τρώων πεδίον Q.S.3.421; λιμός Id.10.38, cf. Sch.Nic.Al. 322.

German (Pape)

[Seite 660] ές, sehr lästig; λιμός, Qu. Sm. 10, 38; Schol. Nic. Al. 321.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαχθής: -ές, λίαν βαρύς, ὀλέθριος, λιμός Κόϊντ Σμ., 10. 38.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ επαχθής, καταθλιπτικός, ολέθριοςπολυαχθής λιμός», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αχθής (< ἄχθομαι «έχω βάρος, στενοχωριέμαι»), πρβλ. βαρυ-αχθής].