ἀγαθοειδής: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαθοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἀγαθῷ, φαινόμενος ὡς [[ἀγαθός]]. Ἐν Πολιτείᾳ Πλάτωνος ϛ΄ 509Α τίθεται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν λέξιν [[ἀγαθός]]· «ἀγαθοειδῆ μὲν νομίζειν [[ταῦτα]]’ ἀμφότερα ὀρθόν, ἀγαθὸν δὲ ἡγεῖσθαι ὁπότερον αὐτῶν οὐκ ὀρθόν», Ἰάμβλ. κτλ. ἐπίρρ. -δῶς.
|lstext='''ἀγαθοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἀγαθῷ, φαινόμενος ὡς [[ἀγαθός]]. Ἐν Πολιτείᾳ Πλάτωνος ϛ΄ 509Α τίθεται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν λέξιν [[ἀγαθός]]· «ἀγαθοειδῆ μὲν νομίζειν [[ταῦτα]]’ ἀμφότερα ὀρθόν, ἀγαθὸν δὲ ἡγεῖσθαι ὁπότερον αὐτῶν οὐκ ὀρθόν», Ἰάμβλ. κτλ. ἐπίρρ. -δῶς.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui ressemble au bien;<br /><b>2</b> salutaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγαθός]], [[εἶδος]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαθοειδής Medium diacritics: ἀγαθοειδής Low diacritics: αγαθοειδής Capitals: ΑΓΑΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: agathoeidḗs Transliteration B: agathoeidēs Transliteration C: agathoeidis Beta Code: a)gaqoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like good, seeming good, opp. ἀγαθός, Pl.R.509a, etc.    II having the form of good, Plot.1.7.1, al., Jul.Or.4.135a, Procl.Inst.25: Comp., Iamb.Protr.4: Sup., Marin.Procl.27.

German (Pape)

[Seite 6] ές, das Ansehen des Guten habend, dem ἀγαθός entgegengesetzt, Plat. Rep. VI, 569 a. Aber Iambl. u. Sp. gutartig.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθοειδής: -ές, ὅμοιος ἀγαθῷ, φαινόμενος ὡς ἀγαθός. Ἐν Πολιτείᾳ Πλάτωνος ϛ΄ 509Α τίθεται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν λέξιν ἀγαθός· «ἀγαθοειδῆ μὲν νομίζειν ταῦτα’ ἀμφότερα ὀρθόν, ἀγαθὸν δὲ ἡγεῖσθαι ὁπότερον αὐτῶν οὐκ ὀρθόν», Ἰάμβλ. κτλ. ἐπίρρ. -δῶς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui ressemble au bien;
2 salutaire.
Étymologie: ἀγαθός, εἶδος.