ἀγαθοειδής

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαθοειδής Medium diacritics: ἀγαθοειδής Low diacritics: αγαθοειδής Capitals: ΑΓΑΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: agathoeidḗs Transliteration B: agathoeidēs Transliteration C: agathoeidis Beta Code: a)gaqoeidh/s

English (LSJ)

ἀγαθοειδές,
A like good, seeming good, opp. ἀγαθός, Pl.R. 509a, etc.
II having the form of good, Plot.1.7.1, al., Jul.Or.4.135a, Procl.Inst.25: Comp., Iamb.Protr.4: Sup., Marin.Procl.27.

Spanish (DGE)

-ές
I 1parecido al bien οὕτω ... ἀγαθοειδῆ μὲν νομίζειν ταῦτ' ἀμφότερα (ἐπιστήμην ... καὶ ἀλήθειαν) ὀρθόν así, el considerar parecidas al bien a cualquiera de esas dos (ciencia y verdad) es correcto Pl.R.509a.
2 conforme al bien τὰ ἄλλα ἀγαθοειδῆ ποιοῦσαν Plot.1.7.1, cf. 6.7.22, τῆς τοιαύτης σοφίας ... ἀγαθοειδεστέραν Iambl.Protr.4, τὸ ἀγαθὸν ἀγαθοειδές Dam.in Prm.440, cf. Marin.Procl.27.13
subst. τὸ ἀ. conformidad al bien Procl.Opusc.1.25.
3 benéfico, beneficioso δύναμις Iul.Or.11.135a.
II adv. -ῶς.
1 de manera aparentemente buena Procl.in Ti.3.314.6.
2 de manera conforme al bien ὁ θεὸς ... γινώσκει ... ὡς πάντων ἑνιαίαν ἔχων τὴν γνῶσιν ... ἀγαθοειδῶς δὲ τῶν κακῶν la divinidad ... conoce según un conocimiento unitario de todas las cosas ... de manera conforme al bien, de los males Procl.Opusc.3.61.
3 benévola o benéficamente ἀ. ἀγγέλλουσα Dion.Ar.CH 9.2, cf. EH 70.18, 88.3.

German (Pape)

[Seite 6] ές, das Ansehen des Guten habend, dem ἀγαθός entgegengesetzt, Plat. Rep. VI, 569 a. Aber Iambl. u. Sp. gutartig.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui ressemble au bien;
2 salutaire.
Étymologie: ἀγαθός, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰθοειδής: имеющий (лишь) видимость блага Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθοειδής: -ές, ὅμοιος ἀγαθῷ, φαινόμενος ὡς ἀγαθός. Ἐν Πολιτείᾳ Πλάτωνος ϛ΄ 509Α τίθεται ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν λέξιν ἀγαθός· «ἀγαθοειδῆ μὲν νομίζειν ταῦτα’ ἀμφότερα ὀρθόν, ἀγαθὸν δὲ ἡγεῖσθαι ὁπότερον αὐτῶν οὐκ ὀρθόν», Ἰάμβλ. κτλ. ἐπίρρ. -δῶς.

Greek Monotonic

ἀγαθοειδής: -ές (εἴδομαι), αυτός που μοιάζει με αγαθό, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εἴδομαι
seeming good, Plat.