σφηκοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_7)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφηκοειδής''': -ές, = [[σφηκώδης]], Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 816 καὶ σφηκιώδης, ες, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387D. - Πρβλ. [[σφηκώδης]].
|lstext='''σφηκοειδής''': -ές, = [[σφηκώδης]], Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 816 καὶ σφηκιώδης, ες, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387D. - Πρβλ. [[σφηκώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[σφηκώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> «[[σφήκα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηκοειδής Medium diacritics: σφηκοειδής Low diacritics: σφηκοειδής Capitals: ΣΦΗΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: sphēkoeidḗs Transliteration B: sphēkoeidēs Transliteration C: sfikoeidis Beta Code: sfhkoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A = σφηκώδης 1, Sch.Nic.Th.805.

Greek (Liddell-Scott)

σφηκοειδής: -ές, = σφηκώδης, Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 816 καὶ σφηκιώδης, ες, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387D. - Πρβλ. σφηκώδης.

Greek Monolingual

-ές, Α
σφηκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός «σφήκα» + -ειδής].