οἶσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
(6_8)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἶσις''': -εως, ἡ, (*οἴω, fero) [[κίνησις]], [[φορά]], Πλάτ. Κρατ. 420Β (ὡς φαίνεται ἐπενοήθη πρὸς ἐξήγησιν τοῦ [[οἴησις]]).
|lstext='''οἶσις''': -εως, ἡ, (*οἴω, fero) [[κίνησις]], [[φορά]], Πλάτ. Κρατ. 420Β (ὡς φαίνεται ἐπενοήθη πρὸς ἐξήγησιν τοῦ [[οἴησις]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[οἶσις]], ἡ (Α)<br />[[κίνηση]], [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴσω]], μέλλ. του [[φέρω]] (<b>πρβλ.</b> <i>έξ</i>-<i>οισις</i>). Η λ. έχει πλαστεί από τον Πλάτωνα για να εξηγήσει τη λ. [[οἴησις]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶσις Medium diacritics: οἶσις Low diacritics: οίσις Capitals: ΟΙΣΙΣ
Transliteration A: oîsis Transliteration B: oisis Transliteration C: oisis Beta Code: oi)=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (οἴσω,

   A v. φέρω) moving, τῆς ψυχῆς Pl.Cra.420c (coined to expl. οἴησις).

German (Pape)

[Seite 312] ἡ, das Tragen, Plat. Crat. 420 b, v. l. εἶσις, Heindorf vermuthet ἴεσις.

Greek (Liddell-Scott)

οἶσις: -εως, ἡ, (*οἴω, fero) κίνησις, φορά, Πλάτ. Κρατ. 420Β (ὡς φαίνεται ἐπενοήθη πρὸς ἐξήγησιν τοῦ οἴησις).

Greek Monolingual

οἶσις, ἡ (Α)
κίνηση, φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴσω, μέλλ. του φέρω (πρβλ. έξ-οισις). Η λ. έχει πλαστεί από τον Πλάτωνα για να εξηγήσει τη λ. οἴησις.