ἴεσις
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
-εως, ἡ, (εἶμι) going, coined by Pl.Cra.426c (v.l. ἵεσις; fort. ἕσις).
German (Pape)
[Seite 1244] ἡ, bildet Plat. Crat. 426 c von ἰέναι, das Gehen; – ἵεσις, von ἵημι, Werfen, E. M. 469, 53.
Russian (Dvoretsky)
ἴεσις: εως ἡ ἰέναι хождение (искусственное слово) Plat. Cratyl. 426 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἴεσις: -εως, ἡ, (εἶμι) πορεία, τὸ ἰέναι, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ Πλάτ. ἐν Κρατύλῳ 426C, ὅτι ἵεσις βούλεται εἶναι (κίνησις), καὶ ἴεσις ἂν ὀρθῶς καλοῖτο αὐτόθι.
Greek Monolingual
(I)
ἴεσις, ἡ (Α)
πορεία, κίνηση, μετάβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ι-, μηδενισμένη βαθμίδα του ρ. εἶμι (πρβλ. ιέναι) + κατάλ. -εσις].
(II)
ἵεσις, ἡ (Α) ίημι
ρίψη, ρίξιμο.