καίνισις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καίνισις''': -εως, ἡ, [[ἀνακαίνισις]], τῆς καρδίας Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 4, σ. 200, 15. | |lstext='''καίνισις''': -εως, ἡ, [[ἀνακαίνισις]], τῆς καρδίας Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 4, σ. 200, 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καίνισις]], ἡ (AM) [[καινίζω]]<br />[[ανακαίνιση]], [[ανανέωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A renovation, ἡ τῶν πατρίων κ. καὶ μεταβολή J.AJ 18.1.1; v.l. for -ωσις in Ph.2.45.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, = καινισμός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καίνισις: -εως, ἡ, ἀνακαίνισις, τῆς καρδίας Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 4, σ. 200, 15.
Greek Monolingual
καίνισις, ἡ (AM) καινίζω
ανακαίνιση, ανανέωση.