πέρυσι: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πέρῠσι''': ἢ πρὸ φωνήεντος -σιν, Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πέρσι», Σιμωνίδ. 75, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1038, Λυσίας 148. 34, Πλάτ. Πρωτ. 327D· ἡ π. [[κωμῳδία]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 378· [[ἡμεῖς]] ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 7. ― Δωρικ. πέρῠτι ἢ -τις, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 56, Θεογνώστ. Καν. 163. (Πρβλ. Σανσκρ. parut (πέρυσι), parut-tnas (περυσινός), ― ἐκ τοῦ para (alius) καὶ vat (Fέτος)· Μέσ. Γερμαν. vert, vernent· πρβλ. [[νέωτα]]).
|lstext='''πέρῠσι''': ἢ πρὸ φωνήεντος -σιν, Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πέρσι», Σιμωνίδ. 75, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1038, Λυσίας 148. 34, Πλάτ. Πρωτ. 327D· ἡ π. [[κωμῳδία]] Ἀριστοφ. Ἀχ. 378· [[ἡμεῖς]] ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 7. ― Δωρικ. πέρῠτι ἢ -τις, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. 56, Θεογνώστ. Καν. 163. (Πρβλ. Σανσκρ. parut (πέρυσι), parut-tnas (περυσινός), ― ἐκ τοῦ para (alius) καὶ vat (Fέτος)· Μέσ. Γερμαν. vert, vernent· πρβλ. [[νέωτα]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> l’an passé;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> autrefois, auparavant.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> parut « l’an passé » de para « autre » et vat = [[ἔτος]], p. *Ϝέτος « année ».
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρῠσι Medium diacritics: πέρυσι Low diacritics: πέρυσι Capitals: ΠΕΡΥΣΙ
Transliteration A: pérysi Transliteration B: perysi Transliteration C: perysi Beta Code: pe/rusi

English (LSJ)

before a vowel πέρυσιν, Aeol. πέρρυσι Theoc.29.26, Dor. πέρυτι A.D.Synt.50.19: Adv.:—

   A a year ago, last year, Simon.75, Cratin.76, Ar.V.1038, Lys.17.5, Pl.Prt.327d, Men.731, Theoc.15.98; ἡ π. κωμῳδία Ar.Ach.378 ; ἡμεῖς ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. X. HG3.2.7; ἀπὸ π. 2 Ep.Cor.8.10. (Cf. Skt. parút, Arm.heru, MHG. vert 'last year'.)

German (Pape)

[Seite 603] und πέρυσιν, adv., vorm Jahre; Plat. Prot. 327 d u. öfter, ἡ πέρυσι κωμῳδία, Ar. Ach. 356 Vesp. 1038; übh. = vorher, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πέρῠσι: ἢ πρὸ φωνήεντος -σιν, Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πέρσι», Σιμωνίδ. 75, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1038, Λυσίας 148. 34, Πλάτ. Πρωτ. 327D· ἡ π. κωμῳδία Ἀριστοφ. Ἀχ. 378· ἡμεῖς ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 7. ― Δωρικ. πέρῠτι ἢ -τις, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 56, Θεογνώστ. Καν. 163. (Πρβλ. Σανσκρ. parut (πέρυσι), parut-tnas (περυσινός), ― ἐκ τοῦ para (alius) καὶ vat (Fέτος)· Μέσ. Γερμαν. vert, vernent· πρβλ. νέωτα).

French (Bailly abrégé)

adv.
1 l’an passé;
2 p. ext. autrefois, auparavant.
Étymologie: cf. skr. parut « l’an passé » de para « autre » et vat = ἔτος, p. *Ϝέτος « année ».