πολυανδρία: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(6_8) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυανδρία''': ἡ [[πολυανθρωπία]], Συνέσ. 275C, Θεμίστ. 74C. | |lstext='''πολυανδρία''': ἡ [[πολυανθρωπία]], Συνέσ. 275C, Θεμίστ. 74C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[πολυανθρωπία]] («ἡ [[πολυανδρία]] τοῦ Ἰταλικοῡ γένους», <b>Αππ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ύπαρξη σε μια [[χώρα]] περισσότερων [[ανδρών]] σε [[σύγκριση]] με τις γυναίκες<br /><b>2.</b> <b>εθνολ.</b> το να λαμβάνει μία [[γυναίκα]] περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> η ύπαρξη πολλών στημόνων σε ένα [[άνθος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολύανδρος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyandria</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A populousness, τοῦ Ἰταλικοῦ γένους App.BC1.7, cf. Them.Or.6.74c.
German (Pape)
[Seite 659] ἡ, Reichthum an Männern, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
πολυανδρία: ἡ πολυανθρωπία, Συνέσ. 275C, Θεμίστ. 74C.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
πολυανθρωπία («ἡ πολυανδρία τοῦ Ἰταλικοῡ γένους», Αππ.)
νεοελλ.
1. η ύπαρξη σε μια χώρα περισσότερων ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες
2. εθνολ. το να λαμβάνει μία γυναίκα περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους
3. βοτ. η ύπαρξη πολλών στημόνων σε ένα άνθος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύανδρος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyandria].