στακτή: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(6_9)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στακτή''': ἡ, ([[στάζω]]) Λατιν. Stacta τὸ [[ἔλαιον]] τὸ κατασταλάζον ἐκ νωπῆς μύρρας ἢ κινναμώμου, «τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον» Ἡσύχ., Ἀντιφάν. ἐν «Φρεαρρ.» 1, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 10, π. Ὀσμ. 29, κτλ.
|lstext='''στακτή''': ἡ, ([[στάζω]]) Λατιν. Stacta τὸ [[ἔλαιον]] τὸ κατασταλάζον ἐκ νωπῆς μύρρας ἢ κινναμώμου, «τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον» Ἡσύχ., Ἀντιφάν. ἐν «Φρεαρρ.» 1, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 10, π. Ὀσμ. 29, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν<br />[[αλισίβα]], [[σταχτόνερο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αιθέριο [[έλαιο]], [[βάλσαμο]] που παρασκευαζόταν από τρυφερή [[σμύρνα]] (α. «[[στακτή]]<br />τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», <b>Ησύχ.</b><br />β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῡ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[στακτός]]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στακτή Medium diacritics: στακτή Low diacritics: στακτή Capitals: ΣΤΑΚΤΗ
Transliteration A: staktḗ Transliteration B: staktē Transliteration C: stakti Beta Code: stakth/

English (LSJ)

ἡ, (στάζω)

   A oil of myrrh, Antiph.223, LXX Ge. 37.25, Plb.13.9.5, Dsc.1.60: metaph., ἡ τῶν φρενῶν σ. Men.Per. 16.

German (Pape)

[Seite 928] ἡ, stacte, das aus frischer Myrrhe u. Zimmet gepreßte u. tropfenweise auslaufende Oel, Myrrhenöl, Zimmetöl, ein künstlich bereiteter Balsam, Theophr.; doch auch von andern künstlich bereiteten Flüssigkeiten, στακτὴ ἅλμη, Salzlake, κονίη, Kalklauge, Geop. S. στακτός.

Greek (Liddell-Scott)

στακτή: ἡ, (στάζω) Λατιν. Stacta τὸ ἔλαιον τὸ κατασταλάζον ἐκ νωπῆς μύρρας ἢ κινναμώμου, «τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον» Ἡσύχ., Ἀντιφάν. ἐν «Φρεαρρ.» 1, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 10, π. Ὀσμ. 29, κτλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν
αλισίβα, σταχτόνερο
αρχ.
αιθέριο έλαιο, βάλσαμο που παρασκευαζόταν από τρυφερή σμύρνα (α. «στακτή
τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», Ησύχ.
β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῡ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. στακτός].