τορύνη: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τορύνη''': ἡ, ([[τόρος]]) μέγα μαγειρικὸν [[κοχλιάριον]] χρησιμεῦον ὡς κινητήριον τῶν ἐν τῇ χύτρᾳ μαγειρευομένων, κοινῶς «ξυλοκουτάλα», Λατ. tudicula, Ἀριστοφ. Ἱππ. 984, Ὄρν. 78, Σώφρονος Ἀποσπ. 73 Ahr.· χρυσῆ τ. ἢ συκίνη Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D. [ῡ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ῠ ἐν Ἀνθ. Π. 6. 305, πρβλ. Δράκοντα 86· οὐδὲν δυνάμεθα νὰ συμπεράνωμεν περὶ τῆς ποσότητος ἐκ τοῦ Εὐπόλιδος ἐν Ἀδήλ. 60]. | |lstext='''τορύνη''': ἡ, ([[τόρος]]) μέγα μαγειρικὸν [[κοχλιάριον]] χρησιμεῦον ὡς κινητήριον τῶν ἐν τῇ χύτρᾳ μαγειρευομένων, κοινῶς «ξυλοκουτάλα», Λατ. tudicula, Ἀριστοφ. Ἱππ. 984, Ὄρν. 78, Σώφρονος Ἀποσπ. 73 Ahr.· χρυσῆ τ. ἢ συκίνη Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D. [ῡ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ῠ ἐν Ἀνθ. Π. 6. 305, πρβλ. Δράκοντα 86· οὐδὲν δυνάμεθα νὰ συμπεράνωμεν περὶ τῆς ποσότητος ἐκ τοῦ Εὐπόλιδος ἐν Ἀδήλ. 60]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />cuiller de bois, louche.<br />'''Étymologie:''' pê [[τείρω]] <i>ou</i> [[τόρνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A stirrer, ladle for stirring things while boiling, Sophr.110, Ar.Eq.984 (lyr.), Av.78; χρυσῆ τ. ἢ συκίνη Pl.Hp.Ma.290d. II τορύνη· σιτῶδές τι, Hsch. [ῡ in Ar. ll. cc., but ῠ in AP6.305 (Leon.): nothing can be proved from Eup. 370.]
German (Pape)
[Seite 1130] ἡ, Rührkelle, Werkzeug, kochende Speisen umzurühren, Ar. Equ. 979 Av. 78, wo der Schol. sagt τὸ κινητήριον τῆς χύτρας; Plat. Hipp. mai. 290 b. Oft bei Ath. – [Υ findet sich kurz gebraucht von Eupolis nach Schol. Ar. Av. 78 u. Leon. Tar. 14 (VI, 305); vgl. Draco p. 86.
Greek (Liddell-Scott)
τορύνη: ἡ, (τόρος) μέγα μαγειρικὸν κοχλιάριον χρησιμεῦον ὡς κινητήριον τῶν ἐν τῇ χύτρᾳ μαγειρευομένων, κοινῶς «ξυλοκουτάλα», Λατ. tudicula, Ἀριστοφ. Ἱππ. 984, Ὄρν. 78, Σώφρονος Ἀποσπ. 73 Ahr.· χρυσῆ τ. ἢ συκίνη Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D. [ῡ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ῠ ἐν Ἀνθ. Π. 6. 305, πρβλ. Δράκοντα 86· οὐδὲν δυνάμεθα νὰ συμπεράνωμεν περὶ τῆς ποσότητος ἐκ τοῦ Εὐπόλιδος ἐν Ἀδήλ. 60].
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
cuiller de bois, louche.
Étymologie: pê τείρω ou τόρνος.