παλαίωσις: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλαίωσις''': ἡ, (παλαιόομαι) τὸ γίγνεσθαι παλαιόν, [[μάλιστα]] ἐπὶ οἴνου, παλαίωσιν δέχεσθαι Στράβ. 243, πρβλ. Πλούτ. 2. 656Β, Ἀθήν. 33Β ἡ π. τῶν ἱματίων Achmes Ὀνειρ. 158.
|lstext='''πᾰλαίωσις''': ἡ, (παλαιόομαι) τὸ γίγνεσθαι παλαιόν, [[μάλιστα]] ἐπὶ οἴνου, παλαίωσιν δέχεσθαι Στράβ. 243, πρβλ. Πλούτ. 2. 656Β, Ἀθήν. 33Β ἡ π. τῶν ἱματίων Achmes Ὀνειρ. 158.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de vieillir, vétusté.<br />'''Étymologie:''' [[παλαιός]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαίωσις Medium diacritics: παλαίωσις Low diacritics: παλαίωσις Capitals: ΠΑΛΑΙΩΣΙΣ
Transliteration A: palaíōsis Transliteration B: palaiōsis Transliteration C: palaiosis Beta Code: palai/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (παλαιόομαι)

   A keeping for a long time, esp. of wine, παλαίωσιν δέχεσθαι Str.5.4.3, cf. Plu.2.656b, Ath.1.33b, Xenocr. ap. Orib.2.58.140; of drugs, maturing, Hp.Decent.10; dilapidated condition of a house, Stud.Pal.22.131.7 (ii A. D.): metaph., διελθεῖν εἰς π. LXX Na. 1.15 (2.1); μῆνις ὀργὴ εἰς π. ἀποτιθεμένη Andronic.Rhod.p.572 M.

German (Pape)

[Seite 446] ἡ, das Altmachen, Altwerden; οἶνος χαριέστατος εἰς παλαίωσιν, Ath. I, 33 b; οἴνῳ μὲν ὠφέλιμον, ἐλαίῳ δ' ἀσύμφορον παλαίωσις, Plut. Symp. 7, 3, 4; a. Sp.; Schol. Ar. Ran. 868 erkl. μῆνις = ὀργὴ εἰς παλαίωσιν ἀποτιθεμένη.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαίωσις: ἡ, (παλαιόομαι) τὸ γίγνεσθαι παλαιόν, μάλιστα ἐπὶ οἴνου, παλαίωσιν δέχεσθαι Στράβ. 243, πρβλ. Πλούτ. 2. 656Β, Ἀθήν. 33Β ἡ π. τῶν ἱματίων Achmes Ὀνειρ. 158.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de vieillir, vétusté.
Étymologie: παλαιός.