Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαφυή: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφυή''': ἡ, (διαφύω) πᾶσα φυσικὴ γραμμὴ χωρισμοῦ, [[ἁρμός]], φυσικὸν [[χώρισμα]], [[ῥαφή]], ἡ [[μεταξύ]] τινων [[διάστασις]] καὶ ἐν ταὐτῷ [[συναφή]], τὰ ὀστᾶ…διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Πλάτ. Φαίδωνι 98C, πρβλ. Πολιτ. 259D. Φιλόστρ. 168· [[γραμμή]], [[σχισμή]], [[ἐντομή]], ὡς ἐν τοῖς καρύοις, κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 1· ἁρμὸς ἐν καλάμῳ ἢ χόρτῳ, «γόνατο», Λόγγος 1. 9· ἡ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[γραμμή]], Πλούτ. Πύρρ. 3· πρβλ. [[διάφυσις]] ΙΙ. ΙΙ. [[στρῶμα]], [[πέτρωμα]] ἢ φλὲψ γῆς, λίθου, μετάλλου, Θεόφρ. Λίθ. 63.
|lstext='''διαφυή''': ἡ, (διαφύω) πᾶσα φυσικὴ γραμμὴ χωρισμοῦ, [[ἁρμός]], φυσικὸν [[χώρισμα]], [[ῥαφή]], ἡ [[μεταξύ]] τινων [[διάστασις]] καὶ ἐν ταὐτῷ [[συναφή]], τὰ ὀστᾶ…διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Πλάτ. Φαίδωνι 98C, πρβλ. Πολιτ. 259D. Φιλόστρ. 168· [[γραμμή]], [[σχισμή]], [[ἐντομή]], ὡς ἐν τοῖς καρύοις, κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 1· ἁρμὸς ἐν καλάμῳ ἢ χόρτῳ, «γόνατο», Λόγγος 1. 9· ἡ μεταξὺ τῶν ὀδόντων [[γραμμή]], Πλούτ. Πύρρ. 3· πρβλ. [[διάφυσις]] ΙΙ. ΙΙ. [[στρῶμα]], [[πέτρωμα]] ἢ φλὲψ γῆς, λίθου, μετάλλου, Θεόφρ. Λίθ. 63.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />séparation naturelle, intervalle, fente.<br />'''Étymologie:''' [[διαφύω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφῠή Medium diacritics: διαφυή Low diacritics: διαφυή Capitals: ΔΙΑΦΥΗ
Transliteration A: diaphyḗ Transliteration B: diaphyē Transliteration C: diafyi Beta Code: diafuh/

English (LSJ)

ἡ, (διαφύω)

   A natural break, joint, suture, τὰ ὀστᾶ . . διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ' ἀλλήλων Pl.Phd.98c, cf. Philostr.VA4.28; distinction, Pl.Plt.259d; dissepiment, as in chestnuts, X.An.5.4.29, cf. Plu.Cic.1; joint in reeds or grasses, Longus 1.10; divisions between the teeth, Plu.Pyrrh.3; cleft in rocks, D.S.5.22.    II stratum or vein of earth, stone, metal, Thphr.Lap.63; δ. καὶ φλέβες D.S.3.12.    III string-basket, PRyl.97.7 (ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

διαφυή: ἡ, (διαφύω) πᾶσα φυσικὴ γραμμὴ χωρισμοῦ, ἁρμός, φυσικὸν χώρισμα, ῥαφή, ἡ μεταξύ τινων διάστασις καὶ ἐν ταὐτῷ συναφή, τὰ ὀστᾶ…διαφυὰς ἔχει χωρὶς ἀπ’ ἀλλήλων Πλάτ. Φαίδωνι 98C, πρβλ. Πολιτ. 259D. Φιλόστρ. 168· γραμμή, σχισμή, ἐντομή, ὡς ἐν τοῖς καρύοις, κάρυα οὐκ ἔχοντα διαφυὴν οὐδεμίαν Ξεν. Ἀν. 5. 4, 29, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 1· ἁρμὸς ἐν καλάμῳ ἢ χόρτῳ, «γόνατο», Λόγγος 1. 9· ἡ μεταξὺ τῶν ὀδόντων γραμμή, Πλούτ. Πύρρ. 3· πρβλ. διάφυσις ΙΙ. ΙΙ. στρῶμα, πέτρωμα ἢ φλὲψ γῆς, λίθου, μετάλλου, Θεόφρ. Λίθ. 63.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
séparation naturelle, intervalle, fente.
Étymologie: διαφύω.