εὕρεσις: Difference between revisions
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὕρεσις''': -εως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, [[ἀνακάλυψις]], Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, [[ἐπίνοια]] νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος [[εἶναι]] [[παρασκευή]]), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. [[εὕρησις]]. | |lstext='''εὕρεσις''': -εως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, [[ἀνακάλυψις]], Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, [[ἐπίνοια]] νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος [[εἶναι]] [[παρασκευή]]), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. [[εὕρησις]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />invention, découverte.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρίσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a finding, discovery, Pl.R.336e, Cra.436a; οὐχ εὕ. τοῦτ' ἔστιν, ἀλλ' ἀφαίρεσις Men.Epit.102. II of writings, invention, conception, παρασκευήν, ἣν οἱ παλαιοὶ καλοῦσιν εὕρεσιν, opp. χρῆσις, D.H.Dem.51, cf. Stoic.2.96.
German (Pape)
[Seite 1092] ἡ, das Auffinden, Erfinden, die Erfindung, Plat. Phaedr. 236 a Crat. 436 a u. öfter, wie bei Folgdn einzeln. Die Form εὕρησις selten bei Sp., wie Apolld. 3, 3, 1; vgl. Lob. zu Phryn. 446.
Greek (Liddell-Scott)
εὕρεσις: -εως, ἡ, τὸ εὑρίσκειν, ἀνακάλυψις, Πλάτ. Πολ. 336Ε. Κρατ. 436Α, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ συγγραφῆς, ἐπίνοια νοημάτων ἁρμοδίων (ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι παρασκευή), Διον. Ἁλ. π. Δημ. 51· πρβλ. εὕρησις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
invention, découverte.
Étymologie: εὑρίσκω.