νόμισις: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νόμῐσις''': ἡ, (νομίζω0 [[ὅπερ]] νομίζει ἢ πιστεύει τις, [[ὅπερ]] δόξῃ ἡγεῖται, δηλ. [[πίστις]], ἡ ἀνθρωπεία εἰς τὸ [[θεῖον]] [[νόμισις]], ἡ καθιερωμένη [[πίστις]] εἰς τὸ [[θεῖον]], Θουκ. 5. 105. | |lstext='''νόμῐσις''': ἡ, (νομίζω0 [[ὅπερ]] νομίζει ἢ πιστεύει τις, [[ὅπερ]] δόξῃ ἡγεῖται, δηλ. [[πίστις]], ἡ ἀνθρωπεία εἰς τὸ [[θεῖον]] [[νόμισις]], ἡ καθιερωμένη [[πίστις]] εἰς τὸ [[θεῖον]], Θουκ. 5. 105. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />croyance, <i>particul.</i> croyance religieuse.<br />'''Étymologie:''' [[νομίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (νομίζω)
A belief, opinion, ἡ ἀνθρωπεία τῶν ἐς τὸ θεῖον νόμισις the established belief about the Deity, Th.5.105; παρρησία τῆς ν. D.C.37.17.
German (Pape)
[Seite 261] ἡ, das herkömmliche Meinen, die herkömmliche Ansicht, der Brauch, ἔξω τῆς εἰς τὸ θεῖον νομίσεως, Thuc. 5, 105; vgl. Lob. Phryn. 351 und νομίζω.
Greek (Liddell-Scott)
νόμῐσις: ἡ, (νομίζω0 ὅπερ νομίζει ἢ πιστεύει τις, ὅπερ δόξῃ ἡγεῖται, δηλ. πίστις, ἡ ἀνθρωπεία εἰς τὸ θεῖον νόμισις, ἡ καθιερωμένη πίστις εἰς τὸ θεῖον, Θουκ. 5. 105.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
croyance, particul. croyance religieuse.
Étymologie: νομίζω.