νόμισις
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
-εως, ἡ, (νομίζω) belief, opinion, ἡ ἀνθρωπεία τῶν ἐς τὸ θεῖον νόμισις the established belief about the Deity, Th.5.105; παρρησία τῆς ν. D.C.37.17.
German (Pape)
[Seite 261] ἡ, das herkömmliche Meinen, die herkömmliche Ansicht, der Brauch, ἔξω τῆς εἰς τὸ θεῖον νομίσεως, Thuc. 5, 105; vgl. Lob. Phryn. 351 und νομίζω.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
croyance, particul. croyance religieuse.
Étymologie: νομίζω.
Russian (Dvoretsky)
νόμισις: εως ἡ общепринятое мнение, установившийся обычай, сложившееся верование (ἡ ἐς τὸ θεῖον ν. Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
νόμῐσις: ἡ, (νομίζω0 ὅπερ νομίζει ἢ πιστεύει τις, ὅπερ δόξῃ ἡγεῖται, δηλ. πίστις, ἡ ἀνθρωπεία εἰς τὸ θεῖον νόμισις, ἡ καθιερωμένη πίστις εἰς τὸ θεῖον, Θουκ. 5. 105.
Greek Monolingual
νόμισις, ἡ (ΑΜ) νομίζω
1. ό,τι νομίζει κάποιος, η γνώμη, η ιδέα («παρρησία τῆς νομίσεως», Δίων Κάσσ.)
2. πίστη, ό,τι πιστεύει κάποιος («τῆς ἀνθρωπείας... εἰς τὸ θεῖον νομίσεως», Θουκ.).
Greek Monotonic
νόμῐσις: ἡ (νομίζω), συνήθεια, παράδοση, έθιμο· ἡ ἀνθρωπεία ἐς τὸ θεῖον νόμισις, καθιερωμένη πίστη στη θεότητα, σε Θουκ.
Middle Liddell
νομίζω
usage, prescription, custom, ἡ ἁνθρωπεία ἐς τὸ θεῖον νόμισις the established belief about the Deity, Thuc.