3,273,724
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσέλγεια''': ἡ, [[ἀκολασία]], ἡ [[μετὰ]] θρασύτητος βία, Πλάτ. Πολ. 424Ε, Ἰσαῖος 39. 23, κτλ.· οἷ προελήλυθεν ἀσελγείας [[ἄνθρωπος]] Δημ. 42. 25: [[μετὰ]] τοῦ [[ὕβρις]]· τὴν μὲν ἀσέλγειαν, ὦ ἄνδρες δικασταί, καὶ τὴν ὕβριν, ὁ αὐτ. 514. 12· τῶν δημαγωγῶν Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 1. ΙΙ. [[λαγνεία]], [[ἀκολασία]], [[αἰσχρότης]], ἀσ. περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Πολύβ. 37. 2, 4, κτλ. | |lstext='''ἀσέλγεια''': ἡ, [[ἀκολασία]], ἡ [[μετὰ]] θρασύτητος βία, Πλάτ. Πολ. 424Ε, Ἰσαῖος 39. 23, κτλ.· οἷ προελήλυθεν ἀσελγείας [[ἄνθρωπος]] Δημ. 42. 25: [[μετὰ]] τοῦ [[ὕβρις]]· τὴν μὲν ἀσέλγειαν, ὦ ἄνδρες δικασταί, καὶ τὴν ὕβριν, ὁ αὐτ. 514. 12· τῶν δημαγωγῶν Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 1. ΙΙ. [[λαγνεία]], [[ἀκολασία]], [[αἰσχρότης]], ἀσ. περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Πολύβ. 37. 2, 4, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />impudence, insolence, grossièreté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσελγής]]. | |||
}} | }} |