μετάνοια: Difference between revisions
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετάνοια''': ἡ, ἡ κατόπιν ἐρχομένη [[σκέψις]], μεταβολὴ γνώμης, [[μετάνοια]], Θουκ. 3. 36, Πολύβ. 4. 66, 7, Καιν. Διαθ., κτλ.· [[ἀνίατος]] γὰρ τῶν τοιούτων μ. Ἀντιφῶν 120. 29· γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μ. ἔρχεται Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 91. | |lstext='''μετάνοια''': ἡ, ἡ κατόπιν ἐρχομένη [[σκέψις]], μεταβολὴ γνώμης, [[μετάνοια]], Θουκ. 3. 36, Πολύβ. 4. 66, 7, Καιν. Διαθ., κτλ.· [[ἀνίατος]] γὰρ τῶν τοιούτων μ. Ἀντιφῶν 120. 29· γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μ. ἔρχεται Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 91. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />repentir, regret.<br />'''Étymologie:''' [[μετανοέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A change of mind or heart, repentance, regret, Batr.70, Th.3.36, Philem.198, Plb.4.66.7, LXXPr.14.15, Aristeas 188, Plu.2.712c (pl.), etc.; ἀνίατος γὰρ τῶν τοιούτων μ. Antipho 2.4.12; γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μ. ἔρχεται Men.Mon.91; ἡ εἰς τὸν θεὸν μ. Act.Ap.20.21; μ. ἀπὸ νεκρῶν ἔργων Ep.Hebr.6.1. II Rhet., afterthought, correction, Rutil.1.16.
German (Pape)
[Seite 151] ἡ, die Sinnesänderung, Reue, Pol. 4, 66, 7; das zur besseren Einsicht Gelangen, 18, 16, 7 u. Sp., wie Luc. Merc. cond. 42; Plut. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
μετάνοια: ἡ, ἡ κατόπιν ἐρχομένη σκέψις, μεταβολὴ γνώμης, μετάνοια, Θουκ. 3. 36, Πολύβ. 4. 66, 7, Καιν. Διαθ., κτλ.· ἀνίατος γὰρ τῶν τοιούτων μ. Ἀντιφῶν 120. 29· γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μ. ἔρχεται Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 91.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
repentir, regret.
Étymologie: μετανοέω.