κοτεινός: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(6_10)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοτεινός''': -ή, -όν, = [[κοτήεις]], κατὰ Böckh ἐν Πινδ. Ν. 7. 90 (61), [[ἐπειδὴ]] τό σκοτεινὸν [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου, ὁ Bgk. κελαινόν.
|lstext='''κοτεινός''': -ή, -όν, = [[κοτήεις]], κατὰ Böckh ἐν Πινδ. Ν. 7. 90 (61), [[ἐπειδὴ]] τό σκοτεινὸν [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου, ὁ Bgk. κελαινόν.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοτεινός]], -ή, -όν (Α)<br />[[κοτήεις]], [[γεμάτος]] [[οργή]] και [[έχθρα]], [[φθονερός]], [[εκδικητικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[έχθρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εινός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκοτ</i>-<i>εινός</i>, <i>υγι</i>-<i>εινός</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτεινός Medium diacritics: κοτεινός Low diacritics: κοτεινός Capitals: ΚΟΤΕΙΝΟΣ
Transliteration A: koteinós Transliteration B: koteinos Transliteration C: koteinos Beta Code: koteino/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = κοτήεις, cj. for σκοτεινόν in Pi.N.7.61 Boeckh.

Greek (Liddell-Scott)

κοτεινός: -ή, -όν, = κοτήεις, κατὰ Böckh ἐν Πινδ. Ν. 7. 90 (61), ἐπειδὴ τό σκοτεινὸν εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, ὁ Bgk. κελαινόν.

Greek Monolingual

κοτεινός, -ή, -όν (Α)
κοτήεις, γεμάτος οργή και έχθρα, φθονερός, εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα -εινός (πρβλ. σκοτ-εινός, υγι-εινός)].