ἀπαλλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(6_10)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαλλακτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], ἱκανὸς [[ὅπως]] ἀπαλλάξῃ ἀπό…, τινος Διοσκ. 3. 83: ‒ Ἐπίρρ. ἀπαλλακτικῶς ἔχειν = ἀπαλλαξείειν Διον. Ἁλ. περὶ Ῥητ. 11. 8. 1) [[κατάλληλος]] πρὸς θεραπείαν νόσων, Ἀριστ. Πρβλ. 31. 23.
|lstext='''ἀπαλλακτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]], ἱκανὸς [[ὅπως]] ἀπαλλάξῃ ἀπό…, τινος Διοσκ. 3. 83: ‒ Ἐπίρρ. ἀπαλλακτικῶς ἔχειν = ἀπαλλαξείειν Διον. Ἁλ. περὶ Ῥητ. 11. 8. 1) [[κατάλληλος]] πρὸς θεραπείαν νόσων, Ἀριστ. Πρβλ. 31. 23.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[apropiado para curar]] c. gen. στρόφων Dsc.3.72, νοσήματος Phld.<i>Rh</i>.1.345.<br /><b class="num">2</b> [[curativo]], [[que es síntoma de curación]] de los sudores calientes, Arist.<i>Pr</i>.959<sup>b</sup>26.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con inclinación a partir]] ἀ. ἔχειν desear marcharse</i> D.H.<i>Rh</i>.11.8.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαλλακτικός Medium diacritics: ἀπαλλακτικός Low diacritics: απαλλακτικός Capitals: ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apallaktikós Transliteration B: apallaktikos Transliteration C: apallaktikos Beta Code: a)pallaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for ridding, removing, στρόφων Dsc.3.72; νοσήματος Phld.Rh.1.345 S.    2 fit for curing illness, Arist.Pr. 959b26.    3 Adv. -κῶς, ἔχειν, = ἀπαλλαξείειν, wish to depart, D.H. Rh.11.8.

German (Pape)

[Seite 276] befreiend, zum Befreien geneigt; ἀπαλλακτικῶς ἔχειν führt Mör. als hellenist. Ausdruck für ἀπαλλαξείω an, wohl aus D. Hal. rhet. 11, 8, wo ἐπὶ τῶν πατρίδων dabei steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλλακτικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἱκανὸς ὅπως ἀπαλλάξῃ ἀπό…, τινος Διοσκ. 3. 83: ‒ Ἐπίρρ. ἀπαλλακτικῶς ἔχειν = ἀπαλλαξείειν Διον. Ἁλ. περὶ Ῥητ. 11. 8. 1) κατάλληλος πρὸς θεραπείαν νόσων, Ἀριστ. Πρβλ. 31. 23.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1apropiado para curar c. gen. στρόφων Dsc.3.72, νοσήματος Phld.Rh.1.345.
2 curativo, que es síntoma de curación de los sudores calientes, Arist.Pr.959b26.
II adv. -ῶς con inclinación a partir ἀ. ἔχειν desear marcharse D.H.Rh.11.8.