κορεστός: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(6_10)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορεστός''': -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.
|lstext='''κορεστός''': -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κορεστός]], -ή, -όν (Α) [[κορέννυμι]]<br />αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει [[κάποιος]], αυτός που επιδέχεται κορεσμό.
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορεστός Medium diacritics: κορεστός Low diacritics: κορεστός Capitals: ΚΟΡΕΣΤΟΣ
Transliteration A: korestós Transliteration B: korestos Transliteration C: korestos Beta Code: koresto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sated; to be sated, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

κορεστός: -ή, -όν, «χορταστός», Γλωσσ.

Greek Monolingual

κορεστός, -ή, -όν (Α) κορέννυμι
αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει κάποιος, αυτός που επιδέχεται κορεσμό.