τρεπτός: Difference between revisions
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρεπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., ὁ δυνάμενος νὰ τραπῇ, ἢ νὰ μεταβληθῇ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10· τρεπτὴν [[εἶναι]] τὴν οὐσίαν Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 434, Πλούτ., κλπ.· τρεπτὰ εἰς ἄλληλα Πλούτ. 2. 883Β. | |lstext='''τρεπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., ὁ δυνάμενος νὰ τραπῇ, ἢ νὰ μεταβληθῇ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10· τρεπτὴν [[εἶναι]] τὴν οὐσίαν Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 434, Πλούτ., κλπ.· τρεπτὰ εἰς ἄλληλα Πλούτ. 2. 883Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />tournant, changeant, variable.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A liable to be turned or changed, Arist.Mu.392a33, S.E.M.7.434, etc.; εἰς ἄλληλα Placit.1.17.4. 2 liable to be turned, of persons, Ph.1.648; θεοί Them.Or.7.98c.
Greek (Liddell-Scott)
τρεπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., ὁ δυνάμενος νὰ τραπῇ, ἢ νὰ μεταβληθῇ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10· τρεπτὴν εἶναι τὴν οὐσίαν Σέξ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 434, Πλούτ., κλπ.· τρεπτὰ εἰς ἄλληλα Πλούτ. 2. 883Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tournant, changeant, variable.
Étymologie: τρέπω.