κοπανιστός: Difference between revisions

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
(6_11)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπᾰνιστός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοπανισμένος, Γαλην. 14. 555.
|lstext='''κοπᾰνιστός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοπανισμένος, Γαλην. 14. 555.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[κοπανιστός]], -ή, -όν) [[κοπανίζω]]<br /><b>1.</b> κοπανισμένος, παρασκευασμένος με [[κόπανο]], με [[κοπάνισμα]]<br /><b>2.</b> χτυπημένος στο [[γουδί]], συντριμμένος, κονιορτοποιημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[κοπανιστή]]<br />[[είδος]] μαλακού τυριού με πιπεράτη [[γεύση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[αέρας]] [[κοπανιστός]]» — [[κάτι]] [[τελείως]] ασήμαντο ή ανόητο, [[χωρίς]] [[αξία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[λάδι]]) αυτό που παράγεται από [[σύνθλιψη]] της [[ελιάς]], αγνό, καθαρό.
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κοπᾰνιστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοπανισμένος, Γαλην. 14. 555.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM κοπανιστός, -ή, -όν) κοπανίζω
1. κοπανισμένος, παρασκευασμένος με κόπανο, με κοπάνισμα
2. χτυπημένος στο γουδί, συντριμμένος, κονιορτοποιημένος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η κοπανιστή
είδος μαλακού τυριού με πιπεράτη γεύση
2. φρ. «αέρας κοπανιστός» — κάτι τελείως ασήμαντο ή ανόητο, χωρίς αξία
μσν.
(για λάδι) αυτό που παράγεται από σύνθλιψη της ελιάς, αγνό, καθαρό.