τρισάσμενος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισάσμενος''': -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, [[τρισάσμενος]] ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545. | |lstext='''τρισάσμενος''': -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, [[τρισάσμενος]] ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />qui fait qch très volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἄσμενος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A thrice-pleased, most willing, X.An.3.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
τρισάσμενος: -η, -ον, ὁ τρὶς ἄσμενος, προθυμότατος, τρισάσμενος ταῦτ’ ἐποίει Ξεν. Ἀν. 3. 2, 24, Ἐφραὶμ Καισ. 4545.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui fait qch très volontiers.
Étymologie: τρίς, ἄσμενος.