παρακολούθησις: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρᾰκολούθησις''': ἡ, τὸ ἐκ τοῦ πλησίον παρακολουθεῖν, στενὴ [[σχέσις]], τοῦ αἰτίου καὶ οὗ αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 17, 5. ΙΙ. τὸ παρακολουθεῖν διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοιεῖν, Πλούτ. 2. 1144Β, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 6, 13, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] τὸ συμπεραίνειν, Χρύσιππ. παρὰ Γελλ. 6. 1. | |lstext='''παρᾰκολούθησις''': ἡ, τὸ ἐκ τοῦ πλησίον παρακολουθεῖν, στενὴ [[σχέσις]], τοῦ αἰτίου καὶ οὗ αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 17, 5. ΙΙ. τὸ παρακολουθεῖν διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοιεῖν, Πλούτ. 2. 1144Β, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 6, 13, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] τὸ συμπεραίνειν, Χρύσιππ. παρὰ Γελλ. 6. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[παρακολουθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A following closely, interrelation, τοῦ αἰτίου καὶ οὗ αἴτιον Arist.APo.99a30. 2 κατὰ -ησιν as an incidental result, Chrysipp.Stoic.2.336. II following with the mind, understanding, Plu.2.1144b, Arr.Epict.1.6.13, A.D.Synt.37.16, M.Ant.3.1; διὰ τὴν τῶν πολλῶν π. Gal.6.817; ῥᾴονος ἕνεκα π. Nicom.Harm.1; διὰ τὸ μὴ ἔχειν -ήσεις, of a mentally defective person, Mitteis Chr.96 ii 8 (iv A.D.). 2 inference, αἱ πολιτικαὶ ἐκ τῆσι στορίας π. Phld.Rh.1.122 S. 3 awareness, consciousness, Plot. 1.4.10 (pl.),3.9.3, 4.3.26.
German (Pape)
[Seite 484] ἡ, das Folgen, Erfolgen, Sp.; oft Epict.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰκολούθησις: ἡ, τὸ ἐκ τοῦ πλησίον παρακολουθεῖν, στενὴ σχέσις, τοῦ αἰτίου καὶ οὗ αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 17, 5. ΙΙ. τὸ παρακολουθεῖν διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοιεῖν, Πλούτ. 2. 1144Β, Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 6, 13, κτλ.· ― ὡσαύτως τὸ συμπεραίνειν, Χρύσιππ. παρὰ Γελλ. 6. 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
intelligence.
Étymologie: παρακολουθέω.