ἀργυρικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠρικός''': -ή, -όν, [[χρηματικός]], ἀργυρικὴ [[ζημία]], χρηματικὸν [[πρόστιμον]], Διόδ. 12. 21, Πλουτ. Σόλων 23. | |lstext='''ἀργῠρικός''': -ή, -όν, [[χρηματικός]], ἀργυρικὴ [[ζημία]], χρηματικὸν [[πρόστιμον]], Διόδ. 12. 21, Πλουτ. Σόλων 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’argent, pécuniaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of, for, or in money: φόρος cash rental, AJA16.13 (Sardes, iv B.C.); ἀργυρικά, τά, taxes paid in money, ἀργυρικῶν πράκτωρ, πρακτορεία, BGU15 i 13 (ii A.D.), PLond.2.306 (ii A.D.); ζημίαι ἀ. IG22.1028.81 (i B.C.), cf. D.S.12.21, Plu.Sol.23; τέλος Str.11.13.8, cf. PRyl.133.16 (i A.D.), etc. Adv. ἀργυρικῶς ἢ σωματικῶς κολασθήσονται OGI664.17 (Egypt, i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρικός: -ή, -όν, χρηματικός, ἀργυρικὴ ζημία, χρηματικὸν πρόστιμον, Διόδ. 12. 21, Πλουτ. Σόλων 23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’argent, pécuniaire.
Étymologie: ἄργυρος.