ἱλήκω: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(6_12)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱλήκω''': ῑ, ([[ἵλαος]]) [[εἰμὶ]] ἵλεως, [[εὐμενής]], ἐπὶ θεοῦ, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. καθ’ ὑποτακτ., εἴκεν [[Ἀπόλλων]] ἡμῖν ἱλήκῃσι Ὀδ. Φ. 365· ἀλλαχοῦ κατ’ εὐκτικ., ἱλήκοις, Δέσποινα Ἀνθ. Π. 5. 73· ἱλήκοις, Πολιοῦχε [[αὐτόθι]] 9. 154, κ. ἀλλ.· θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Ἀλκίφρ. 3. 68.
|lstext='''ἱλήκω''': ῑ, ([[ἵλαος]]) [[εἰμὶ]] ἵλεως, [[εὐμενής]], ἐπὶ θεοῦ, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. καθ’ ὑποτακτ., εἴκεν [[Ἀπόλλων]] ἡμῖν ἱλήκῃσι Ὀδ. Φ. 365· ἀλλαχοῦ κατ’ εὐκτικ., ἱλήκοις, Δέσποινα Ἀνθ. Π. 5. 73· ἱλήκοις, Πολιοῦχε [[αὐτόθι]] 9. 154, κ. ἀλλ.· θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Ἀλκίφρ. 3. 68.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱλήκω]] (Α)<br />(για θεό) [[είμαι]] [[ευμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του [[ἱλάσκομαι]] που μαρτυρείται με τη [[μορφή]] <i>ἱλήκῃσι</i> (υποτ. παρακμ.) μια [[φορά]] στον Όμηρο. Απαντά και ευκτ. παρακμ. <i>ἱλήκοις</i>, <i>ἱλήκοι</i>, <i>ἱλήκοιτε</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱλήκω Medium diacritics: ἱλήκω Low diacritics: ιλήκω Capitals: ΙΛΗΚΩ
Transliteration A: hilḗkō Transliteration B: hilēkō Transliteration C: iliko Beta Code: i(lh/kw

English (LSJ)

[ῑ], (ἱλάσκομαι)

   A to be gracious, of a god, once in Hom. in subj., εἴ κεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι Od.21.365; elsewh. in opt., ἱλήκοι Ἀπόλλων h.Ap.165; ἱλήκοις, Δέσποινα AP5.72 (Rufin.); ἱλήκοις, Πολιοῦχε ib.9.154 (Agath.); θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Alciphr.3.68, cf.Hld. 8.11, 9.25. (Prob. εἱλ-, cf. sq.)

Greek (Liddell-Scott)

ἱλήκω: ῑ, (ἵλαος) εἰμὶ ἵλεως, εὐμενής, ἐπὶ θεοῦ, ἅπαξ παρ’ Ὁμ. καθ’ ὑποτακτ., εἴκεν Ἀπόλλων ἡμῖν ἱλήκῃσι Ὀδ. Φ. 365· ἀλλαχοῦ κατ’ εὐκτικ., ἱλήκοις, Δέσποινα Ἀνθ. Π. 5. 73· ἱλήκοις, Πολιοῦχε αὐτόθι 9. 154, κ. ἀλλ.· θεοὶ μάκαρες, ἱλήκοιτε Ἀλκίφρ. 3. 68.

Greek Monolingual

ἱλήκω (Α)
(για θεό) είμαι ευμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ἱλάσκομαι που μαρτυρείται με τη μορφή ἱλήκῃσι (υποτ. παρακμ.) μια φορά στον Όμηρο. Απαντά και ευκτ. παρακμ. ἱλήκοις, ἱλήκοι, ἱλήκοιτε].