πεπλίς: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(6_12) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεπλίς''': -ίδος, ἡ, [[φυτόν]] τι [[εἶδος]] ἐρυθροῦ εὐφορβίου, Euphorbia peplis, «[[πεπλίς]], οἱ δὲ ἀνδράχνην ἀγρίαν,... Φύεται δὲ [[μάλιστα]] ἐν τοῖς παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 4. 169˙ [[ὡσαύτως]] [[πέπλιον]], τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Γαλην. | |lstext='''πεπλίς''': -ίδος, ἡ, [[φυτόν]] τι [[εἶδος]] ἐρυθροῦ εὐφορβίου, Euphorbia peplis, «[[πεπλίς]], οἱ δὲ ἀνδράχνην ἀγρίαν,... Φύεται δὲ [[μάλιστα]] ἐν τοῖς παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 4. 169˙ [[ὡσαύτως]] [[πέπλιον]], τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br />το [[φυτό]] ευφόρβιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέπλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μυρ</i>-<i>ίς</i>). Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] απλώνονται [[πάνω]] στο [[έδαφος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A wild purslane, Euphorbia Peplis, Dsc.4.168 :—also in Dim. form πέπλιον, τό, Hp.Acut.23, Gal.12.97.
German (Pape)
[Seite 560] ἡ, = πέπλιον, Plin.
Greek (Liddell-Scott)
πεπλίς: -ίδος, ἡ, φυτόν τι εἶδος ἐρυθροῦ εὐφορβίου, Euphorbia peplis, «πεπλίς, οἱ δὲ ἀνδράχνην ἀγρίαν,... Φύεται δὲ μάλιστα ἐν τοῖς παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 4. 169˙ ὡσαύτως πέπλιον, τό, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Γαλην.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
το φυτό ευφόρβιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μυρ-ίς). Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι επειδή απλώνονται πάνω στο έδαφος].