ῥανίς: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾰνίς''': -ίδος, ἡ, ([[ῥαίνω]]) ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου [[ῥαθάμιγξ]], [[σταγών]], «σταλαγματιά», πέτραν κοιλαίνει ῥ. ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. 9 (σ. 169 Näke)· ὑγραὶ ῥ. Εὐρ. Ἀνδρ. 227· δρόσου Ἴων 106· ἡ ῥ. βέβληκέ με, σταγὼν βροχῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 171, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13. 10., 3. 4, 17. 2) τὸ ἀνδρικὸν [[σπέρμα]], ἐξ ἀκολάστου λαγνείας γέγονας καὶ μιαρᾶς ῥανίδος Ἀνθ. Π. 10. 45. 3) μεταφορ., [[στίγμα]], τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεὶ κρόκῳ παρεικασμένας Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· πέτραι ἑστιγμέναι ταῖς τοῦ χρυσοῦ ῥανίσιν Φιλόστρ. 134. | |lstext='''ῥᾰνίς''': -ίδος, ἡ, ([[ῥαίνω]]) ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου [[ῥαθάμιγξ]], [[σταγών]], «σταλαγματιά», πέτραν κοιλαίνει ῥ. ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. 9 (σ. 169 Näke)· ὑγραὶ ῥ. Εὐρ. Ἀνδρ. 227· δρόσου Ἴων 106· ἡ ῥ. βέβληκέ με, σταγὼν βροχῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 171, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13. 10., 3. 4, 17. 2) τὸ ἀνδρικὸν [[σπέρμα]], ἐξ ἀκολάστου λαγνείας γέγονας καὶ μιαρᾶς ῥανίδος Ἀνθ. Π. 10. 45. 3) μεταφορ., [[στίγμα]], τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεὶ κρόκῳ παρεικασμένας Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· πέτραι ἑστιγμέναι ταῖς τοῦ χρυσοῦ ῥανίσιν Φιλόστρ. 134. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> goutte d’eau, goutte de pluie, goutte de sang;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> petite tache, petit point.<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ῥαίνω)
A drop, πέτρην κοιλαίνει ῥ. ὕδατος ἐνδελεχείῃ Choeril.10, cf. Acus.4 J.; ὑγραὶ ῥ. E.Ion 106 (anap.); δρόσου Id.Andr.227, LXX Wi.11.22; ῥ. βέβληκέ με a rain-drop, Ar.Ach.171, cf. Arist.Mete.349b31, 374a9. 2 semen virile, AP10.45 (Pall.). 3 metaph., drop, spot, τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας Ael.NA17.23, cf. 38; αἱ τοῦ χρυσοῦ ῥ. Philostr.VA3.48.
German (Pape)
[Seite 833] ίδος, ἡ, das Gespritzte, Geträufelte, der Tropfen; δρόσου, Eur. Andr. 236; ῥανίσιν αἱματοῤῥύτοις θανοῦσαν, I. A. 1515, u. öfter; ῥανὶς βέβληκέ με, Ar. Ach. 171; sp. D., wie Pallad. 122 (X, 45); Arist. meteor. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰνίς: -ίδος, ἡ, (ῥαίνω) ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου ῥαθάμιγξ, σταγών, «σταλαγματιά», πέτραν κοιλαίνει ῥ. ὕδατος ἐνδελεχείῃ Χοιρίλ. 9 (σ. 169 Näke)· ὑγραὶ ῥ. Εὐρ. Ἀνδρ. 227· δρόσου Ἴων 106· ἡ ῥ. βέβληκέ με, σταγὼν βροχῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 171, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13. 10., 3. 4, 17. 2) τὸ ἀνδρικὸν σπέρμα, ἐξ ἀκολάστου λαγνείας γέγονας καὶ μιαρᾶς ῥανίδος Ἀνθ. Π. 10. 45. 3) μεταφορ., στίγμα, τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεὶ κρόκῳ παρεικασμένας Αἰλ. π. Ζ. 17. 23· πέτραι ἑστιγμέναι ταῖς τοῦ χρυσοῦ ῥανίσιν Φιλόστρ. 134.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 goutte d’eau, goutte de pluie, goutte de sang;
2 p. anal. petite tache, petit point.
Étymologie: ῥαίνω.