ἀερόμελι: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(6_12)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀερόμελι''': -ιτος, τό, ἡ τοῦ Οὐεργιλίου [[μελιτώδης]] [[δρόσος]] aërium mel (τινὲς λέγουσι τὸ [[μάννα]]), Ἀθήν. 500D. [[ὡσαύτως]] καὶ ὗον [[μέλι]], καὶ [[δροσόμελι]], Γαλην. VI, 399Ε.
|lstext='''ἀερόμελι''': -ιτος, τό, ἡ τοῦ Οὐεργιλίου [[μελιτώδης]] [[δρόσος]] aërium mel (τινὲς λέγουσι τὸ [[μάννα]]), Ἀθήν. 500D. [[ὡσαύτως]] καὶ ὗον [[μέλι]], καὶ [[δροσόμελι]], Γαλην. VI, 399Ε.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ιτος, τό<br />[[miel aérea]] sustancia dulce producida con hojas de cierto árbol, Amynt.1<br /><b class="num">•</b>sustancia dulce que cae de los árboles como rocío ὀνομάζοντες δ' αὐτὸ δροσόμελί τε καὶ [[ἀερόμελι]] Gal.6.739.
}}
}}

Revision as of 11:47, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀερόμελι Medium diacritics: ἀερόμελι Low diacritics: αερόμελι Capitals: ΑΕΡΟΜΕΛΙ
Transliteration A: aerómeli Transliteration B: aeromeli Transliteration C: aeromeli Beta Code: a)ero/meli

English (LSJ)

ιτος, τό,

   A oak-manna, Amynt. ap. Ath.11.500d, cf. Gal.6.739.

German (Pape)

[Seite 42] ιτος, τό, Lufthonig, Manna, Athen. XI, 500 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀερόμελι: -ιτος, τό, ἡ τοῦ Οὐεργιλίου μελιτώδης δρόσος aërium mel (τινὲς λέγουσι τὸ μάννα), Ἀθήν. 500D. ὡσαύτως καὶ ὗον μέλι, καὶ δροσόμελι, Γαλην. VI, 399Ε.

Spanish (DGE)

-ιτος, τό
miel aérea sustancia dulce producida con hojas de cierto árbol, Amynt.1
sustancia dulce que cae de los árboles como rocío ὀνομάζοντες δ' αὐτὸ δροσόμελί τε καὶ ἀερόμελι Gal.6.739.