μελάγκρανις: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάγκρᾱνις''': -ιος, ἡ, [[εἶδος]] σχοίνου ἢ «βούρλου» ἔχοντος μέλαιναν κορυφήν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 1, Πλίν. 21. 69. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μελάγκρανις]]· [[ὀξύσχοινος]]. ἢ τὰ [[ἄκρα]] μελανίζουσα».
|lstext='''μελάγκρᾱνις''': -ιος, ἡ, [[εἶδος]] σχοίνου ἢ «βούρλου» ἔχοντος μέλαιναν κορυφήν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 1, Πλίν. 21. 69. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μελάγκρανις]]· [[ὀξύσχοινος]]. ἢ τὰ [[ἄκρα]] μελανίζουσα».
}}
{{bailly
|btext=ιος (ἡ) :<br />sorte de jonc à pointe noirâtre, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[κράνος]].
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 117] ιος, ἡ, die Binsenart, die schwarze Knöpfchen od. Kolben an der Spitze trägt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγκρᾱνις: -ιος, ἡ, εἶδος σχοίνου ἢ «βούρλου» ἔχοντος μέλαιναν κορυφήν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 1, Πλίν. 21. 69. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μελάγκρανις· ὀξύσχοινος. ἢ τὰ ἄκρα μελανίζουσα».

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
sorte de jonc à pointe noirâtre, plante.
Étymologie: μέλας, κράνος.