ἐπιχέζω: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_13a) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχέζω''': μέλλ. -χεσοῦμαι, [[χέζω]] ἐπί, Ἀριστοφ. Λυσ. 440, Ἐκκλ. 640· πρκμ. ἐπικέχοδα, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 68. | |lstext='''ἐπιχέζω''': μέλλ. -χεσοῦμαι, [[χέζω]] ἐπί, Ἀριστοφ. Λυσ. 440, Ἐκκλ. 640· πρκμ. ἐπικέχοδα, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 68. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιχέζω]] (Α)<br />[[χέζω]] [[επάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -χεσοῦμαι,
A ease oneselfupon, Ar.Lys.440,Ec.640: pf., ἐπικέχοδα Id.Av.68.
German (Pape)
[Seite 1003] (s. χέζω), dazu, dabei, darauf kacken, ἐπιχεσεῖ πατούμενος Ar. Lys. 440; κἀπιχεσοῦνται Eccl. 640. Vgl. ἐπικεχόδως.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχέζω: μέλλ. -χεσοῦμαι, χέζω ἐπί, Ἀριστοφ. Λυσ. 440, Ἐκκλ. 640· πρκμ. ἐπικέχοδα, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 68.