συνωνέομαι: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνωνέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ., [[ἀγοράζω]] [[ὁμοῦ]], [[συλλέγω]] διὰ χρημάτων, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην, συγκαταβάλλουσι χρήματα καὶ καταρτίζουσι [[σῶμα]] δεκακισχιλίων ἱππέων, Ἡρόδ. 1. 27. ΙΙ. [[ἀγοράζω]] [[ὁμοῦ]], Λατ. coëmere, σῖτον Λυσί. 164. 36, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 56· μαθήματα Πλάτ. Σοφιστ. 224Β· θηρία Πλουτ. Βροῦτ. 21, κτλ.· ― ὁ πρκμ. συνεώνημαι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς παθητ., ὁ συνεωνημένος [[σῖτος]], ἠγορασμένος [[σῖτος]], Λυσί. 165. 17· ἀλλ’ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ. παρὰ Δημ. 175. 11., 689. 22, πρβλ. [[ὠνέομαι]] ἐν τέλ. | |lstext='''συνωνέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ., [[ἀγοράζω]] [[ὁμοῦ]], [[συλλέγω]] διὰ χρημάτων, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην, συγκαταβάλλουσι χρήματα καὶ καταρτίζουσι [[σῶμα]] δεκακισχιλίων ἱππέων, Ἡρόδ. 1. 27. ΙΙ. [[ἀγοράζω]] [[ὁμοῦ]], Λατ. coëmere, σῖτον Λυσί. 164. 36, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 56· μαθήματα Πλάτ. Σοφιστ. 224Β· θηρία Πλουτ. Βροῦτ. 21, κτλ.· ― ὁ πρκμ. συνεώνημαι [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς παθητ., ὁ συνεωνημένος [[σῖτος]], ἠγορασμένος [[σῖτος]], Λυσί. 165. 17· ἀλλ’ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ. παρὰ Δημ. 175. 11., 689. 22, πρβλ. [[ὠνέομαι]] ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> συνωνήσομαι, <i>pf.</i> συνεώνημαι;<br /><b>1</b> acheter ensemble <i>ou</i> en masse;<br /><b>2</b> accaparer (du blé).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὠνέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
A buy together, collect by purchase, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην Hdt.1.27. II buy up, σῖτον Lys.22.6, X.HG 5.4.56; μαθήματα Pl.Sph.224b; θηρία Plu.Brut.21:—Pass., προσέταξεν [χρυσὸν] συνωνηθῆναι POxy.2106.4 (iv A.D.):—the pf συνεώνημαι is used as Pass., ὁ συνεωνημένος [σῖτος] corn bought up, Lys.22.12; but with act. sense in D.13.30, 23.208. III assist one to buy, Thphr.Char.2.7.
Greek (Liddell-Scott)
συνωνέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ., ἀγοράζω ὁμοῦ, συλλέγω διὰ χρημάτων, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην, συγκαταβάλλουσι χρήματα καὶ καταρτίζουσι σῶμα δεκακισχιλίων ἱππέων, Ἡρόδ. 1. 27. ΙΙ. ἀγοράζω ὁμοῦ, Λατ. coëmere, σῖτον Λυσί. 164. 36, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 56· μαθήματα Πλάτ. Σοφιστ. 224Β· θηρία Πλουτ. Βροῦτ. 21, κτλ.· ― ὁ πρκμ. συνεώνημαι εἶναι ἐν χρήσει ὡς παθητ., ὁ συνεωνημένος σῖτος, ἠγορασμένος σῖτος, Λυσί. 165. 17· ἀλλ’ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ. παρὰ Δημ. 175. 11., 689. 22, πρβλ. ὠνέομαι ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. συνωνήσομαι, pf. συνεώνημαι;
1 acheter ensemble ou en masse;
2 accaparer (du blé).
Étymologie: σύν, ὠνέομαι.