συνωνέομαι
English (LSJ)
A buy together, collect by purchase, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην Hdt.1.27.
II buy up, σῖτον Lys.22.6, X.HG 5.4.56; μαθήματα Pl.Sph.224b; θηρία Plu.Brut.21:—Pass., προσέταξεν [χρυσὸν] συνωνηθῆναι POxy.2106.4 (iv A.D.):—the pf συνεώνημαι is used as Pass., ὁ συνεωνημένος [σῖτος] corn bought up, Lys.22.12; but with act. sense in D.13.30, 23.208.
III assist one to buy, Thphr. Char.2.7.
French (Bailly abrégé)
συνωνοῦμαι;
f. συνωνήσομαι, pf. συνεώνημαι;
1 acheter ensemble ou en masse;
2 accaparer (du blé).
Étymologie: σύν, ὠνέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ωνέομαι samen kopen, bij elkaar kopen:. νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην de eilanders kopen samen ontelbaar veel paarden Hdt. 1.27.3. opkopen:; τὸν σῖτον het graan Lys. 22.6; overdr.. μαθήματα wetenschap Plat. Sph. 224b. meegaan om te kopen. Thphr. Char. 2.7.
German (Pape)
(ὠνέομαι), mit, zugleich, zusammen kaufen, dingen; ἵππον, in Sold nehmen, Her. 1.27; μαθήματα, Plat. Soph. 224b; aufkaufen, σῖτον, Lys. 22.6; γῆν συνεωνημένοι γεωργοῦσι, Dem. 13.30.
Russian (Dvoretsky)
συνωνέομαι:
1 скупать, закупать (σῖτον Lys.; γῆν Dem.): μαθήματα σ. Plat. за деньги приобретать всяческие знания;
2 повсюду нанимать: σ. ἵππον Her. повсюду вербовать конницу.
Greek Monotonic
συνωνέομαι: μέλ. -ήσομαι,
I. αποθ., αγοράζω μαζί, συλλέγω προσφέροντας χρήματα· συνωνέομαι ἵππον, μισθώνω ένα σώμα ιππικού, σε Ηρόδ.
II. εξαγοράζω, Λατ. coemere, σε Ξεν. κ.λπ.· παρακ. συνεώνημαι είναι Παθ.· ὁ συνεωνημένος σῖτος, σιτάρι που έχει αγοραστεί, σε Λυσ.· αλλά Ενεργ. στον Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωνέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ., ἀγοράζω ὁμοῦ, συλλέγω διὰ χρημάτων, νησιῶται ἵππον συνωνέονται μυρίην, συγκαταβάλλουσι χρήματα καὶ καταρτίζουσι σῶμα δεκακισχιλίων ἱππέων, Ἡρόδ. 1. 27. ΙΙ. ἀγοράζω ὁμοῦ, Λατ. coëmere, σῖτον Λυσί. 164. 36, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 56· μαθήματα Πλάτ. Σοφιστ. 224Β· θηρία Πλουτ. Βροῦτ. 21, κτλ.· ― ὁ πρκμ. συνεώνημαι εἶναι ἐν χρήσει ὡς παθητ., ὁ συνεωνημένος σῖτος, ἠγορασμένος σῖτος, Λυσί. 165. 17· ἀλλ’ ἐπὶ ἐνεργ. σημασ. παρὰ Δημ. 175. 11., 689. 22, πρβλ. ὠνέομαι ἐν τέλ.
Middle Liddell
fut. ήσομαι
I. Dep. to collect by offering money, ς. ἵππον to hire a body of cavalry, Hdt.
II. to buy up, Lat. coemere, Xen., etc.:—the perf. συνεώνημαι is pass., ὁ συνεωνημένος σῖτος corn bought up Lys.; but act. in Dem.