ἀποτείνω: Difference between revisions
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτείνω''': μελλ.· -τενῶ: πρκμ. -τέτακα: γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. | |lstext='''ἀποτείνω''': μελλ.· -τενῶ: πρκμ. -τέτακα: γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> tendre hors de, étendre, allonger : δρέπανα [[ἐκ]] [[τῶν]] ἀξόνων ἀποτεταμένα XÉN faux tendues des essieux en dehors;<br /><b>2</b> prolonger : φθόγγον PLUT le son.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τείνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
3pl. pf. Pass.
A ἀποτέτανται Luc.Zeux.4:—stretch out, extend, μέρος τι αὑτοῦ Arist.GA723b22; ἀ. ἐκεῖ τὴν διάνοιαν Id.Mem. 452b10; τὼ πόδε Luc.Merc.Cond.13:—Pass., δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων εἰς πλάγιον ἀποτεταμένα X.An.1.8.10; ἡ ὄψις ἀπὸ μικροῦ ἐνόπτρου πόρρω ἀποτεινομένη Arist.Mete.377b33, etc. 2 extend, prolong, of the line of an army, X.HG5.2.40 (Pass.); μακροτέρους ἀ. μισθούς extend rewards much further, Pl.R.363d; esp. of speeches, λόγον Id.Grg.466a; ἀ. μακροὺς λόγους to make long speeches, Id.Prt.335c, al.; συχνὸν λόγον Id.Grg.465e; μακρὰν ῥῆσιν ἀ. Id.R.605d; of brazen vessels, μακρὸν ἠχεῖ καὶ ἀ. [τὴν ἠχήν] Id.Prt.329a; φωνὴ σάλπιγγος ὀξὺν ἀ. φθόγγον Plu.Sull.7; ἱστορίας μέσρι μέσων νυκτῶν ἀ. Id.2.60a: —Pass., προοίμια ἀποτεταμένα ὡς ἐν διηγήσεως τρόπῳ D.H.Rh.10.13; ἀποτεινομένου τοῦ ποτοῦ Luc.Merc.Cond.18. 3 strain, tighten:— Pass., παραδείγματα ἀκριβῶς ἀποτεταμένα ταῖς γραμμαῖς severely drawn, Luc.Rh.Pr.9:—Med., exert oneself, ὑπέρ τινος about a thing, Id.Am.17; ἀποτείνεσθαι πρός τινα inveigh against... D.L.5.17, Gal. 18(1).255. 4 refer, allude, πρός τινα Luc.Nigr.13:—Med., Simp. in Ph.242.23:—Pass., impers., ἀποτείνεται ἐπί .. the reference is to... Sch.Il.Oxy.221 xi 25. II intr., extend, ἀπὸ... εἰς .., Arist.HA 503b16, 514a34; μέχρι . . Id.Mete.343b22; ἀ. πόρρω to go too far, Pl. Grg.458b: c. part., continue doing, ἀ. μαχόμενοι Plu.2.60a.
German (Pape)
[Seite 329] (s. τείνω), 1) ausspannen, ausdehnen, μακρὸν λόγον, eine ununterbrochene, lange Rede halten, Plat. Prot. 336 c Rep. X, 605 c; οἱ δὲ ἔτι τούτων μακροτέρους ἀποτείνουσι μισθοὺς παρὰ θεῶν, sie dehnen sie weiter aus, ib. II, 363 d; δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων εἰς πλάγιον ἀποτεταμένα Xen. An. 1, 8, 10; φθόγγον Plut. Sull. 7; ῥῆσιν μακρὰν ἀποτείνειν Luc. Prom. 6; vgl. Plat. Rep. X, 605 d; absolut, πόῤῥω ἀποτενοῦμεν, wir werden zu weit gehen, Plat. Gorg. 458 c; τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ καὶ ἀποτείνει, hält an im Tönen, Prot. 329 a; μαχὀμενοι, fortfahren zu kämpfen, Plut. de ad. et amic. discr. 25. – 2) παραδείγματα ἀκριβῶς ἀποτεταμένα ταῖς γραμμαῖς Luc. Rhet. praec. 9, scharf abgegränzt, mit bestimmten (angespannten) Umrissen; – πρός τινα, auf Einen sticheln, Luc. Nigr. 13, wie τινά D. S. 5, 17. – Med., sich anstrengen, bes. angestrengt disputiren, ὑπέρ τινος D. S. 5, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτείνω: μελλ.· -τενῶ: πρκμ. -τέτακα: γ΄ πληθ. παθ. πρκμ.
French (Bailly abrégé)
1 tendre hors de, étendre, allonger : δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων ἀποτεταμένα XÉN faux tendues des essieux en dehors;
2 prolonger : φθόγγον PLUT le son.
Étymologie: ἀπό, τείνω.