ἀπαλθαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαλθαίνομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, [[θεραπεύω]] ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404.
|lstext='''ἀπαλθαίνομαι''': μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, [[θεραπεύω]] ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀπάλθομαι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλθαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαλθαίνομαι Medium diacritics: ἀπαλθαίνομαι Low diacritics: απαλθαίνομαι Capitals: ΑΠΑΛΘΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: apalthaínomai Transliteration B: apalthainomai Transliteration C: apalthainomai Beta Code: a)palqai/nomai

English (LSJ)

fut. -ήσομαι,

   A heal thoroughly, ἕλκἐ ἀπαλθήσεσθον (-ονται Aristarch.) Il.8.419: impf., Q.S.4.404.

German (Pape)

[Seite 276] = folgdm, Qu. Sm. 4, 404.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλθαίνομαι: μέλλ. -ήσομαι: ἀποθ.: ‒ ἰῶμαι, θεραπεύω ἐντελῶς, ἕλκε᾿ ἀπαλθήσεσθον (-εσθαι, Ἀρίσταρχ.) Ἰλ. Θ. 419· παρατ. παρὰ Κοΐντ. Σμ. 4. 404.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπάλθομαι.
Étymologie: ἀπό, ἀλθαίνω.