κύτταρος: Difference between revisions
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κύττᾰρος''': ὁ, ([[κύτος]])· ἡ [[κυψέλη]] κηρήθρας, ἐν ᾗ τὰ ἔμβρυα τῶν μελισσῶν, σφηκῶν καὶ ἀνθρηνῶν κατατίθενται, Ἀριστοφ. Σφ. 1111, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19., 8., 5. 22, 9., 5. 23, 4, ἀλλ. 2) [[κοίλωμα]] ἐντὸς τοῦ καυλοῦ τοῦ κυάμου, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 8, 7· ἰδίως ὁ θάλλων [[κῶνος]] τῆς πίτυος, ὁ αὐτ. 3. 3, 8. 3) μεταφ. [[τοὐρανοῦ]] τὸν κ., τὸν κοῖλον θόλον τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199. | |lstext='''κύττᾰρος''': ὁ, ([[κύτος]])· ἡ [[κυψέλη]] κηρήθρας, ἐν ᾗ τὰ ἔμβρυα τῶν μελισσῶν, σφηκῶν καὶ ἀνθρηνῶν κατατίθενται, Ἀριστοφ. Σφ. 1111, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19., 8., 5. 22, 9., 5. 23, 4, ἀλλ. 2) [[κοίλωμα]] ἐντὸς τοῦ καυλοῦ τοῦ κυάμου, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 8, 7· ἰδίως ὁ θάλλων [[κῶνος]] τῆς πίτυος, ὁ αὐτ. 3. 3, 8. 3) μεταφ. [[τοὐρανοῦ]] τὸν κ., τὸν κοῖλον θόλον τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> voûte (du ciel);<br /><b>2</b> alvéole, cellule d’abeille.<br />'''Étymologie:''' [[κύτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A cell of a honeycomb, Id.V.1111, Arist.HA551b5, 554a18, 555a1. 2 pit in the receptacle of Nelumbium speciosum, Thphr.HP4.8.7. b male flower of the pine, ib.3.3.8, 3.7.3. c = ἐχῖνος 111.1, τῶν δρυῶν οἱ κ., Hsch. 3 metaph., τοὐρανοῦ τὸν κ. the pinnacle of the dome of heaven, Ar.Pax199.
German (Pape)
[Seite 1539] auch κύταρος geschrieben, ὁ, wie κύτος, jeder hohle Raum, jede Höhlung, Wölbung; οὐρανοῦ Ar. Pax 199, mit komischer Anspielung auf die anderen Bdtgn; bes. – a) Bienenzellen; Vesp. 1111; Arist. H. A. 5, 19. 9, 40; Ael H. A. 5, 11. – b) der Kelch, in dem die Eichel sitzt, τὸ πῶμα τῆς βαλάνου, Schol. Ar. Th. 523, vgl. Schol. Ar. Vesp. 1106. – c) der männliche Blüthenzapfen an den Fichten; Schol. Ar. Paz 199; Theophr.; vgl. Ar. Th. 516, wo es übertr. vom männlichen Gliede gebraucht ist; vgl. auch VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κύττᾰρος: ὁ, (κύτος)· ἡ κυψέλη κηρήθρας, ἐν ᾗ τὰ ἔμβρυα τῶν μελισσῶν, σφηκῶν καὶ ἀνθρηνῶν κατατίθενται, Ἀριστοφ. Σφ. 1111, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19., 8., 5. 22, 9., 5. 23, 4, ἀλλ. 2) κοίλωμα ἐντὸς τοῦ καυλοῦ τοῦ κυάμου, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 8, 7· ἰδίως ὁ θάλλων κῶνος τῆς πίτυος, ὁ αὐτ. 3. 3, 8. 3) μεταφ. τοὐρανοῦ τὸν κ., τὸν κοῖλον θόλον τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 voûte (du ciel);
2 alvéole, cellule d’abeille.
Étymologie: κύτος.