διαμερισμός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμερισμός''': ὁ, [[διαίρεσις]], Διόδ. 11. 47, Ἑβδ., Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 11, 7. ΙΙ. [[διαίρεσις]], [[διαφωνία]], [[ἀσυμφωνία]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 51.
|lstext='''διαμερισμός''': ὁ, [[διαίρεσις]], Διόδ. 11. 47, Ἑβδ., Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 11, 7. ΙΙ. [[διαίρεσις]], [[διαφωνία]], [[ἀσυμφωνία]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 51.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> partage, distribution;<br /><b>2</b> division.<br />'''Étymologie:''' [[διαμερίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμερισμός Medium diacritics: διαμερισμός Low diacritics: διαμερισμός Capitals: ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: diamerismós Transliteration B: diamerismos Transliteration C: diamerismos Beta Code: diamerismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A division, Pl.Lg.771d, POxy.12vi 17, D.S.11.47, LXXEz.48.29 (pl.), J.AJ10.11.7.    II dissension, Ev.Luc.12.51.

German (Pape)

[Seite 589] ὁ, 1) Vertheilung, D. Sic. 11, 47 u. Sp. – 2) Trennung, Uneinigkeit, Ggstz εἰρήνη, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

διαμερισμός: ὁ, διαίρεσις, Διόδ. 11. 47, Ἑβδ., Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 11, 7. ΙΙ. διαίρεσις, διαφωνία, ἀσυμφωνία, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 51.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 partage, distribution;
2 division.
Étymologie: διαμερίζω.