λαφυγμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰφυγμός''': ὁ, ([[λαφύσσω]]) [[λαιμαργία]], Ἀριστοφ. Νεφ. 52· προσωποπ., Ἀνθ. Π. 6. 305· ― οὕτω λάφυγμα, τό, [[ἀδηφάγος]] [[προσβολή]], λαφύγματα νούσων Συλλ. Ἐπιγρ. 6203. 13· ― λάφυξις, ἡ, = [[λαφυγμός]], Ἀθήν. 362Ε· ― λαφύκτης, ου, ὁ, [[λαίμαργος]] [[ἄνθρωπος]], [[ἄπληστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 4, 6, Ἀθήν. 485Α· ― καὶ λαφυκτικός, ή, όν, [[πρόθυμος]] εἰς λαφυραγωγίαν, Γεώργ. Παχυμ. 2. 309 (ἔκδ. Bonn.).
|lstext='''λᾰφυγμός''': ὁ, ([[λαφύσσω]]) [[λαιμαργία]], Ἀριστοφ. Νεφ. 52· προσωποπ., Ἀνθ. Π. 6. 305· ― οὕτω λάφυγμα, τό, [[ἀδηφάγος]] [[προσβολή]], λαφύγματα νούσων Συλλ. Ἐπιγρ. 6203. 13· ― λάφυξις, ἡ, = [[λαφυγμός]], Ἀθήν. 362Ε· ― λαφύκτης, ου, ὁ, [[λαίμαργος]] [[ἄνθρωπος]], [[ἄπληστος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 4, 6, Ἀθήν. 485Α· ― καὶ λαφυκτικός, ή, όν, [[πρόθυμος]] εἰς λαφυραγωγίαν, Γεώργ. Παχυμ. 2. 309 (ἔκδ. Bonn.).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />voracité, gloutonnerie.<br />'''Étymologie:''' [[λαφύσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαφυγμός Medium diacritics: λαφυγμός Low diacritics: λαφυγμός Capitals: ΛΑΦΥΓΜΟΣ
Transliteration A: laphygmós Transliteration B: laphygmos Transliteration C: lafygmos Beta Code: lafugmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A gluttony, Ar.Nu.52, Eup.148; personified, AP6.305 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 19] ὁ, das gierige Essen, Verschlucken, dah. Schlemmerei, Ar. Nubb. 50, wo der Schol. aus Eupolis anführt λαφύσσεται λαφυγμὸν ἀνδρεῖον πάνυ. Personificirt neben λαβροσύνη, Leon. Tar. 14 (VI, 305).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰφυγμός: ὁ, (λαφύσσω) λαιμαργία, Ἀριστοφ. Νεφ. 52· προσωποπ., Ἀνθ. Π. 6. 305· ― οὕτω λάφυγμα, τό, ἀδηφάγος προσβολή, λαφύγματα νούσων Συλλ. Ἐπιγρ. 6203. 13· ― λάφυξις, ἡ, = λαφυγμός, Ἀθήν. 362Ε· ― λαφύκτης, ου, ὁ, λαίμαργος ἄνθρωπος, ἄπληστος, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 4, 6, Ἀθήν. 485Α· ― καὶ λαφυκτικός, ή, όν, πρόθυμος εἰς λαφυραγωγίαν, Γεώργ. Παχυμ. 2. 309 (ἔκδ. Bonn.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
voracité, gloutonnerie.
Étymologie: λαφύσσω.