στοῖχος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στοῖχος''': ὁ, ([[στείχω]], πρβλ. [[στίχος]]) [[σειρά]], «ἀράδα», στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, σειρὰ βαθμίδων, κλῖμαξ, Ἡρόδ. 2. 125· ἰδίως, σειρὰ ἀνθρώπων ἱσταμένων τοῦ ἑνὸς [[ὄπισθεν]] τοῦ ἄλλου, [[οἷον]] ἐν πομπῇ, ἐπὶ στοίχου = στοιχήδόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 756· κατὰ στοῖχον Θουκ. 2. 102· κατὰ στοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 45· -[[οὕτως]], ἐπὶ πλοίων, [[γραμμή]], Θουκ. 4. 47· διὰ στοίχων παρατάσσεσθαι Δίων Κ. 63. 4· ἐπὶ ἐλάφων νηχομένων, Ὀππ. Κυν. 2. 226· ἐπὶ τῶν σειρῶν τοῦ χοροῦ ἐν Ἑλληνικοῖς δράμασι, Πολύδ. Δ΄, 108, 109· - [[σειρά]], [[ζώνη]] ἢ [[στρῶμα]] πλίνθων, κτλ., ἐν τοιχοδρομίᾳ, Ἐπιδρομίᾳ, Ἐπιγραφὴ παρὰ τῷ Μüller Munim. Ath. σ. 36, ἴδε [[στοιχιαῖος]]· - ἀριθμητικὴ [[σειρά]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 2) ΙΙΙ σειρὰ πασσάλων [[μετὰ]] βρόχων πρὸς σύλληψιν τοῦ θηράματος, Ξεν. Κυκ. 6. 10 καὶ 21.
|lstext='''στοῖχος''': ὁ, ([[στείχω]], πρβλ. [[στίχος]]) [[σειρά]], «ἀράδα», στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, σειρὰ βαθμίδων, κλῖμαξ, Ἡρόδ. 2. 125· ἰδίως, σειρὰ ἀνθρώπων ἱσταμένων τοῦ ἑνὸς [[ὄπισθεν]] τοῦ ἄλλου, [[οἷον]] ἐν πομπῇ, ἐπὶ στοίχου = στοιχήδόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 756· κατὰ στοῖχον Θουκ. 2. 102· κατὰ στοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 45· -[[οὕτως]], ἐπὶ πλοίων, [[γραμμή]], Θουκ. 4. 47· διὰ στοίχων παρατάσσεσθαι Δίων Κ. 63. 4· ἐπὶ ἐλάφων νηχομένων, Ὀππ. Κυν. 2. 226· ἐπὶ τῶν σειρῶν τοῦ χοροῦ ἐν Ἑλληνικοῖς δράμασι, Πολύδ. Δ΄, 108, 109· - [[σειρά]], [[ζώνη]] ἢ [[στρῶμα]] πλίνθων, κτλ., ἐν τοιχοδρομίᾳ, Ἐπιδρομίᾳ, Ἐπιγραφὴ παρὰ τῷ Μüller Munim. Ath. σ. 36, ἴδε [[στοιχιαῖος]]· - ἀριθμητικὴ [[σειρά]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 2) ΙΙΙ σειρὰ πασσάλων [[μετὰ]] βρόχων πρὸς σύλληψιν τοῦ θηράματος, Ξεν. Κυκ. 6. 10 καὶ 21.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />rang, rangée ; <i>particul.</i> ligne <i>ou</i> ordre de bataille.<br />'''Étymologie:''' [[στείχω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοῖχος Medium diacritics: στοῖχος Low diacritics: στοίχος Capitals: ΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: stoîchos Transliteration B: stoichos Transliteration C: stoichos Beta Code: stoi=xos

English (LSJ)

ὁ, (στείχω, cf. στίχος)

   A row in an ascending series, ὁ πρῶτος σ. τῶν ἀναβαθμῶν the first course of (masonry composing) the steps, Hdt.2.125; course of bricks, etc., in building, IG22.463.58, 1682.10; esp. file of persons marching one behind another, as in a procession, ἐπὶ στοίχου,= στοιχηδόν, Ar.Ec.756; νῆσοι κατὰ στοῖχον κείμεναι Th. 2.102; κατὰ στοίχους Ar.Fr.79; of ships, column, ἐν στοίχοις τρισί A.Pers.366; of soldiers, file, Th.4.47; διὰ στοίχων ὁπλῖται παρατεταγμένοι D.C.63.4; of deer swimming, Opp.C.2.226; of the files (opp. ζυγόν VIII) of the chorus in plays, Poll.4.108,109; row of columns, IG22.1668.12; of factors, Arist.Metaph.1092b34; of verses, ἔπη . . ἀλλότρια τοῦ σ. τῆς ποιήσεως Afric.Cest.Oxy.412.51.    II a line of poles supporting hunting-nets, into which the game were driven, X.Cyn.6.10,21.    III τοῦ σ. καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν since the turn has come to our senate, POxy.1119.12 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 946] ὁ, Reihe, Linie; ἐπὶ στοίχου, Ar. Eccl. 756; βάθρων, Her. 2, 125; bes. der Soldaten, Schlachtreihe, Schlachtordnung, Thuc. 2, 102. 4, 47; Xen. Cyr. 8, 3, 9 u. Sp. – Die in eine Reihe gestellten Pfähle mit Jagdnetzen, in welche das Wild getrieben wird, Xen. Cyn. 6, 10. 21. – Vgl. στίχος u. στόχος.

Greek (Liddell-Scott)

στοῖχος: ὁ, (στείχω, πρβλ. στίχος) σειρά, «ἀράδα», στοῖχοι τῶν ἀναβαθμῶν, σειρὰ βαθμίδων, κλῖμαξ, Ἡρόδ. 2. 125· ἰδίως, σειρὰ ἀνθρώπων ἱσταμένων τοῦ ἑνὸς ὄπισθεν τοῦ ἄλλου, οἷον ἐν πομπῇ, ἐπὶ στοίχου = στοιχήδόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 756· κατὰ στοῖχον Θουκ. 2. 102· κατὰ στοίχους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 45· -οὕτως, ἐπὶ πλοίων, γραμμή, Θουκ. 4. 47· διὰ στοίχων παρατάσσεσθαι Δίων Κ. 63. 4· ἐπὶ ἐλάφων νηχομένων, Ὀππ. Κυν. 2. 226· ἐπὶ τῶν σειρῶν τοῦ χοροῦ ἐν Ἑλληνικοῖς δράμασι, Πολύδ. Δ΄, 108, 109· - σειρά, ζώνηστρῶμα πλίνθων, κτλ., ἐν τοιχοδρομίᾳ, Ἐπιδρομίᾳ, Ἐπιγραφὴ παρὰ τῷ Μüller Munim. Ath. σ. 36, ἴδε στοιχιαῖος· - ἀριθμητικὴ σειρά, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 6, 2) ΙΙΙ σειρὰ πασσάλων μετὰ βρόχων πρὸς σύλληψιν τοῦ θηράματος, Ξεν. Κυκ. 6. 10 καὶ 21.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
rang, rangée ; particul. ligne ou ordre de bataille.
Étymologie: στείχω.