ἀποφορτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(6_14)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφορτίζομαι''': μέσ., [[ἐκβάλλω]] τὸ [[φορτίον]] μου, «ξεφορτώνομαι», [[ἐκεῖσε]] γὰρ ἦν τὸ [[πλοῖον]] ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 3· τῇ θαλάσσῃ τὰ φορτία Ἀθήν. 37C: κενώνω τὸν στόμαχον, Ἀρτεμίδ. 2. 26: [[καθόλου]], ἀπαλλάττομαί τινος, «ξεφορτώνομαι», τι Φίλων 2. 434, κτλ., τὴν ὀργὴν Κύριλλ. ([[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ., [[ἐλαφρύνω]] [[πλοῖον]] ἀπὸ τοῦ φορτίου του): - Ἐντεῦθεν, ἀποφορτισμός, ὁ, ἐπὶ ἐμέτου, Matthaei Med. 188.
|lstext='''ἀποφορτίζομαι''': μέσ., [[ἐκβάλλω]] τὸ [[φορτίον]] μου, «ξεφορτώνομαι», [[ἐκεῖσε]] γὰρ ἦν τὸ [[πλοῖον]] ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 3· τῇ θαλάσσῃ τὰ φορτία Ἀθήν. 37C: κενώνω τὸν στόμαχον, Ἀρτεμίδ. 2. 26: [[καθόλου]], ἀπαλλάττομαί τινος, «ξεφορτώνομαι», τι Φίλων 2. 434, κτλ., τὴν ὀργὴν Κύριλλ. ([[ὅστις]] μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ., [[ἐλαφρύνω]] [[πλοῖον]] ἀπὸ τοῦ φορτίου του): - Ἐντεῦθεν, ἀποφορτισμός, ὁ, ἐπὶ ἐμέτου, Matthaei Med. 188.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [tard. act.]<br /><b class="num">1</b> de naves [[descargar]] τὸν γόμον <i>Act.Ap</i>.21.4<br /><b class="num">•</b>esp. de naves en peligro [[aligerar]] τὴν ναῦν διὰ τὸν χειμῶνα Ath.37c, cf. en v. act. Cyr.Al.M.71.608D<br /><b class="num">•</b>abs. [[tirar la carga]] Ph.2.413, Poll.1.99<br /><b class="num">•</b>gener. ἀπὸ τῶν ὤμων τὰς φάττας ἀπεφορτίζετο καὶ τοὺς κοψίχους Longus 3.8.1.<br /><b class="num">2</b> del intestino [[evacuar]] τὰ περιττώμενα Sor.28.13, abs. Artem.2.26.<br /><b class="num">3</b> fig. [[desechar]], [[librarse de]] dicho alegóricamente de la tierra τὸ τῶν ἀσεβῶν οἰκητόρων [[ἄχθος]] Ph.2.434, cf. 273, τὰς ἁμαρτίας Cyr.Al.M.72.268D, cf. Synes.<i>Ep</i>.5(21)<br /><b class="num">•</b>tard. en v. act. [[descargar]], [[librar]] τὸν ἐκείνων πλοῦτον Ath.Al.M.28.1045C, τούτων (<i>sc</i>. τῶν ὑπαρχόντων) ... αὐτόν Nil.M.79.1036D<br /><b class="num">•</b>esp. de pers. [[desembarazarse]], [[librarse de]] τὸν Κλειτοφῶντα Ach.Tat.4.7.6, τὸν μὲν ἄχρηστον ὄχλον I.<i>BI</i> 1.172, cf. 1.266.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφορτίζομαι Medium diacritics: ἀποφορτίζομαι Low diacritics: αποφορτίζομαι Capitals: ΑΠΟΦΟΡΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apophortízomai Transliteration B: apophortizomai Transliteration C: apofortizomai Beta Code: a)poforti/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A discharge one's cargo, τὸν γόμον Act.Ap.21.3; jettison, abs., Ph.2.413; τῇ θαλάσσῃ τὰ περιττὰ τῶν φορτίων Timae. 61; unload one's stomach, Artem.2.26:—Pass., of περιττώματα, Sor. 1.40: generally, jettison, get rid of, τι Ph.2.434, etc.

German (Pape)

[Seite 335] abladen, aor. med. ναῦν Ath. II, 37 c; bei Dion. Hal. 3, 44 steht jetzt ἀντιφ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφορτίζομαι: μέσ., ἐκβάλλω τὸ φορτίον μου, «ξεφορτώνομαι», ἐκεῖσε γὰρ ἦν τὸ πλοῖον ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 3· τῇ θαλάσσῃ τὰ φορτία Ἀθήν. 37C: κενώνω τὸν στόμαχον, Ἀρτεμίδ. 2. 26: καθόλου, ἀπαλλάττομαί τινος, «ξεφορτώνομαι», τι Φίλων 2. 434, κτλ., τὴν ὀργὴν Κύριλλ. (ὅστις μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ., ἐλαφρύνω πλοῖον ἀπὸ τοῦ φορτίου του): - Ἐντεῦθεν, ἀποφορτισμός, ὁ, ἐπὶ ἐμέτου, Matthaei Med. 188.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tard. act.]
1 de naves descargar τὸν γόμον Act.Ap.21.4
esp. de naves en peligro aligerar τὴν ναῦν διὰ τὸν χειμῶνα Ath.37c, cf. en v. act. Cyr.Al.M.71.608D
abs. tirar la carga Ph.2.413, Poll.1.99
gener. ἀπὸ τῶν ὤμων τὰς φάττας ἀπεφορτίζετο καὶ τοὺς κοψίχους Longus 3.8.1.
2 del intestino evacuar τὰ περιττώμενα Sor.28.13, abs. Artem.2.26.
3 fig. desechar, librarse de dicho alegóricamente de la tierra τὸ τῶν ἀσεβῶν οἰκητόρων ἄχθος Ph.2.434, cf. 273, τὰς ἁμαρτίας Cyr.Al.M.72.268D, cf. Synes.Ep.5(21)
tard. en v. act. descargar, librar τὸν ἐκείνων πλοῦτον Ath.Al.M.28.1045C, τούτων (sc. τῶν ὑπαρχόντων) ... αὐτόν Nil.M.79.1036D
esp. de pers. desembarazarse, librarse de τὸν Κλειτοφῶντα Ach.Tat.4.7.6, τὸν μὲν ἄχρηστον ὄχλον I.BI 1.172, cf. 1.266.