ἀποφορτίζομαι

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφορτίζομαι Medium diacritics: ἀποφορτίζομαι Low diacritics: αποφορτίζομαι Capitals: ΑΠΟΦΟΡΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apophortízomai Transliteration B: apophortizomai Transliteration C: apofortizomai Beta Code: a)poforti/zomai

English (LSJ)

Med., discharge one's cargo, τὸν γόμον Act.Ap.21.3; jettison, abs., Ph.2.413; τῇ θαλάσσῃ τὰ περιττὰ τῶν φορτίων Timae. 61; unload one's stomach, Artem.2.26:—Pass., of περιττώματα, Sor. 1.40: generally, jettison, get rid of, τι Ph.2.434, etc.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tard. act.]
1 de naves descargar τὸν γόμον Act.Ap.21.4
esp. de naves en peligro aligerar τὴν ναῦν διὰ τὸν χειμῶνα Ath.37c, cf. en v. act. Cyr.Al.M.71.608D
abs. tirar la carga Ph.2.413, Poll.1.99
gener. ἀπὸ τῶν ὤμων τὰς φάττας ἀπεφορτίζετο καὶ τοὺς κοψίχους Longus 3.8.1.
2 del intestino evacuar τὰ περιττώμενα Sor.28.13, abs. Artem.2.26.
3 fig. desechar, librarse de dicho alegóricamente de la tierra τὸ τῶν ἀσεβῶν οἰκητόρων ἄχθος Ph.2.434, cf. 273, τὰς ἁμαρτίας Cyr.Al.M.72.268D, cf. Synes.Ep.5(21)
tard. en v. act. descargar, librar τὸν ἐκείνων πλοῦτον Ath.Al.M.28.1045C, τούτων (sc. τῶν ὑπαρχόντων) ... αὐτόν Nil.M.79.1036D
esp. de pers. desembarazarse, librarse de τὸν Κλειτοφῶντα Ach.Tat.4.7.6, τὸν μὲν ἄχρηστον ὄχλον I.BI 1.172, cf. 1.266.

German (Pape)

[Seite 335] abladen, aor. med. ναῦν Ath. II, 37 c; bei Dion. Hal. 3, 44 steht jetzt ἀντιφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφορτίζομαι: выгружать (τὸν γόμον NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφορτίζομαι: μέσ., ἐκβάλλω τὸ φορτίον μου, «ξεφορτώνομαι», ἐκεῖσε γὰρ ἦν τὸ πλοῖον ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 3· τῇ θαλάσσῃ τὰ φορτία Ἀθήν. 37C: κενώνω τὸν στόμαχον, Ἀρτεμίδ. 2. 26: καθόλου, ἀπαλλάττομαί τινος, «ξεφορτώνομαι», τι Φίλων 2. 434, κτλ., τὴν ὀργὴν Κύριλλ. (ὅστις μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ., ἐλαφρύνω πλοῖον ἀπὸ τοῦ φορτίου του): - Ἐντεῦθεν, ἀποφορτισμός, ὁ, ἐπὶ ἐμέτου, Matthaei Med. 188.

English (Strong)

from ἀπό and the middle voice of φορτίζω; to unload: unlade.

English (Thayer)

(φορτίζω to load; φόρτος a load), to disburden oneself; τί, to lay down a load, unlade, discharge: τόν γόμον, of a ship, Winer's Grammar, 349f (328f). (Elsewhere also used of sailors lightening ship during a storm in order to avoid shipwreck: Philo de praem. et poen. § 5 κυβερνήτης, χειμωνων ἀπιγινομενων, ἀποφορτίζεται; Athen. 2,5, p. 37c. and following, where it occurs twice.)

Greek Monolingual

(AM ἀποφορτίζομαι)
θέτω το βάρος, ξεφορτώνομαι
μσν.
φρ. «ἀποφέρω τὸ θνητὸν βάρος» — πεθαίνω
αρχ.
απαλλάσσομαι από κάτι ενοχλητικό.

Chinese

原文音譯:¢pofort⋯zomai 阿坡-賀而提索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-攜帶
字義溯源:卸,卸下;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(φορτίζω)=負擔)組成;其中 (φορτίζω)出自(φόρτος)=擔),而 (φόρτος)又出自(φέρω)*=負擔,攜帶)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 卸(1) 徒21:3

French (New Testament)

se délester de, décharger (en parlant d'un navire)
[ἀπό, φορτίζω]